Η ντίσκο που έμεινε ως μύθος στην ιστορία της ελληνικής ποπ κουλτούρας. Το μαγαζί του οραματιστή Μάκη Σαλιάρη που έφυγε πρόσφατα απο τη ζωή, εκεί όπου χόρεψαν και ξεσάλωσαν τη δεκαετία του ’80 επώνυμοι και ανώνυμοι, celebrity glam της εποχής, δίπλα σε εφοπλιστές και σταρ της ελληνικής showbiz
Ενα πεντακοσάρικο (σε δραχμές, εννοείται) το 1980 αντιστοιχούσε σε ένα ουδόλως ευκαταφρόνητο ποσοστό του μέσου μηνιαίου μισθού, ο οποίος τότε στην Ελλάδα δεν υπερέβαινε τις 15.000 δραχμές. Κι όμως υπήρχαν δεκάδες, εκατοντάδες άνθρωποι που συνωστίζονταν στην πόρτα της «Αυτοκίνησης», στην άνοδο της λεωφόρου Κηφισίας, στον Παράδεισο Αμαρουσίου. Και αυτό γινόταν ανελλιπώς κάθε βράδυ, είτε ήταν Σάββατο είτε οποιαδήποτε καθημερινή, καθώς το κοινό απλώς έμοιαζε να μη χορταίνει την «Αυτοκίνηση».
Στο φόρτε της, το αφιέρωμα του αμερικανικού CNN στην Ελλάδα περιέλαβε πέντε λεπτά στο ρεπορτάζ για την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και δέκα στην «Αυτοκίνηση».
Απαντες ήταν καθ’ όλα πρόθυμοι να αποχωριστούν όχι μόνο το πεντακοσάρικο του εισιτηρίου, αλλά ακόμη και πολύ περισσότερα, οσαδήποτε, με την προσδοκία ότι θα αποκτούσαν το πολυπόθητο δικαίωμα εισόδου στην ντίσκο-φαινόμενο του Μάκη Σαλιάρη. Ηταν η ντίσκο-αποκάλυψη που εισήγαγε πανηγυρικά το ελληνικό κοινό στη σύγχρονη εκδοχή του κλάμπινγκ, η αυγή της διασκέδασης στα όρθια και στα γρήγορα, καθώς ήταν κατεξοχήν εστιασμένη στην απευθείας επαφή των θαμώνων, στο παιχνίδι του φλερτ κάτω από τα strobo-lights, πάνω στη γηπεδικών διαστάσεων πίστα, γύρω από την -πρωτοφανή τότε- ελλειψοειδή μπάρα με τις δύο όψεις. Ετσι οραματίστηκε ο ιδρυτής και η ομάδα του την «Αυτοκίνηση» και με αυτή τη λογική λειτούργησε από την πρώτη μέρα.

Το δίδυμο Αννα Βίσση – Νίκος Καρβέλας, στην απονομή χρυσού δίσκου για το «Ολα ή τίποτα» στην «Αυτοκίνηση»,

Υπήρξαν κλαμπ-πρόδρομοι στην Αθήνα, κανένα όμως δεν ενσάρκωσε τη νέα τάση καλύτερα από αυτή την ντισκοτέκ με το αλλόκοτο όνομα. Ηταν το μαγαζί του Σαλιάρη, ενός τύπου που θεωρούνταν ήδη θρύλος των αγώνων αυτοκινήτου, κάποιου που τον περιέβαλε η ηρωική αίγλη του μεγάλου «χερά», καθώς υπήρξε πέραν πάσης αμφισβήτησης ένα από τα καλύτερα ντόπια «τιμόνια». Ετρεχε στο Τατόι και τη Ριτσώνα, σε σιρκουί και αναβάσεις -πάντως όχι σε ράλι- και μάλιστα οδηγώντας όλο και πιο παράξενα, εξωτικά οχήματα. Και με κάποιον τρόπο μεταδιδόταν στο κοινό της «Αυτοκίνησης» το πνεύμα του Μάκη Σαλιάρη ως ενός ανθρώπου ταυτόσημου με το ιδεατό vivere pericolosamente, κάποιου που ζούσε επικίνδυνα, που επιζητούσε τη διαρκή αναμέτρηση με το ρίσκο της ταχύτητας αλλά και την αποζημίωσή του με την ηδονή της νίκης. Ακριβώς όπως έκανε πρωταθλητισμό στους αγώνες, δημιουργώντας μια ομάδα διεθνών προδιαγραφών έξω και μακριά από την επικρατούσα γραφικότητα, τον ερασιτεχνισμό και την προχειρότητα που χαρακτήριζαν τη σκηνή των εγχώριων μηχανοκίνητων σπορ, ο Σαλιάρης βγήκε στη νύχτα για να σαρώσει έπαθλα και να δρέψει θριάμβους.
Ελενα Ναθαναήλ με τον συνοδό της στην «Αυτοκίνηση»

Με την «Αυτοκίνηση» συνέχισε να πατά το γκάζι τέρμα και ως επιχειρηματίας, αποφασισμένος να πνίξει στη σκόνη πίσω του κάθε ανταγωνιστικό κλαμπ. Και όσοι γνώριζαν κάτι περισσότερο για εκείνον λένε ότι επρόκειτο επίσης για έναν εξαιρετικά γενναιόδωρο, ανήσυχο, δημιουργικό και πολυτάλαντο άνθρωπο, αφού ήταν και πολύ καλός ζωγράφος αλλά και ντράμερ-περκασιονίστας περιωπής, παρότι αυτοδίδακτος. Ανήκε ισότιμα στη συντροφιά προσωπικοτήτων όπως ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, ο Ντέμης Ρούσσος, ο Λουκάς Σιδεράς και όλη η γενιά του ελληνικού ροκ εν ρολ της δεκαετίας του ’60. Με τους περισσότερους από αυτούς, μάλιστα, ο Μάκης Σαλιάρης διατήρησε διά βίου φιλία, ενώ από κάποια παράξενη ακολουθία γεγονότων βρέθηκε να συνοδεύει στα τύμπανα τον μέγα -αν και σχετικά άσημο τότε- Ερικ Κλάπτον.
Ενα φιλί από τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο στη Ζωή Λάσκαρη, τακτικούς θαμώνες της «Αυτοκίνησης»

Σε ό,τι αφορούσε τον προσωπικό του βίο ήταν περιβόητος καλοζωιστής και, οπωσδήποτε, κατά συρροήν εραστής. Στις κατακτήσεις του, όπως ψιθυριζόταν, περιλαμβάνονταν κυρίες κάθε κοινωνικής προέλευσης, ακόμη και από τον περίκλειστο βιότοπο των διάσημων και ζάπλουτων. Ταυτόχρονα, όμως, ο Μάκης Σαλιάρης ήταν τρυφερός σύζυγος και πατέρας – εξ ου και παντρεύτηκε τρεις φορές, απέκτησε τέσσερα παιδιά και πρόλαβε να δει ένα εγγόνι.
Τρέλα πέρα από τα όρια
Στην αρχή της δεκαετίας του ’80, αν ήθελες να αποκτήσεις κοινωνική οντότητα, η «Αυτοκίνηση» ήταν το μέρος όπου γινόταν η μόνη πολιτογράφηση που είχε ουσιαστική αξία, το μέρος όπου τα πάντα θα μπορούσαν να συμβούν – και συνήθως συνέβαιναν. Κάποιο βράδυ, για το πάρτυ ενός χιονοδρομικού ομίλου, μια τεράστια νταλίκα μετέφερε στο κλαμπ τόνους χιόνι απευθείας από τον Παρνασσό. Οι εφημερίδες της εποχής, ακόμη και οι πιο καχύποπτες και δύσκαμπτες απέναντι στην τάση που δημιουργούσε η «Αυτοκίνηση», έγραφαν επί ημέρες ότι «χιόνισε στο Μαρούσι».
Μια Τσικνοπέμπτη, όταν οργανώθηκε πάρτυ με θέμα «Χίλιες και Μία Νύχτες», μια άλλη νταλίκα άδειασε δύο τόνους άμμο μέσα στην ντίσκο για το απαραίτητο σκηνικό ερήμου. Παρεμπιπτόντως, το εισιτήριο γι’ αυτό το πάρτυ δεν ήταν 500, αλλά 6.000 δραχμές – κάτι ασύλληπτα ακριβό. Και πάλι όμως, το μαγαζί γέμισε ασφυκτικά, για άλλη μία αξέχαστη βραδιά.

Κάποιο βράδυ, για το πάρτυ ενός χιονοδρομικού ομίλου, μια τεράστια νταλίκα μετέφερε στο κλαμπ τόνους χιόνι από τον Παρνασσό. Οι εφημερίδες της εποχής, ακόμη και οι πιο καχύποπτες και δύσκαμπτες απέναντι στην τάση που δημιουργούσε η «Αυτοκίνηση» και η οποία θέριευε, έγραφαν επί μέρες ότι «χιόνισε στο Μαρούσι»
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη με τον Βλάσση Μπονάτσο διασκεδάζουν παρέα με την Τάνια Καψάλη

Το κόστος της προετοιμασίας και μετασκευής της «Αυτοκίνησης» είχε ξεπεράσει τότε το αστρονομικό ποσό του 1,5 εκατ. δραχμών, καθώς είχε αλλάξει ολόκληρη η διακόσμηση προς το στυλ οριεντάλ, ενώ δεν έλειψε και ένα «ιπτάμενο» χαλί που αιωρούνταν κοντά στην είσοδο.
Το μενού έκανε ολόκληρη στροφή προς την Ανατολή και, ειδικά για εκείνο το βράδυ του 1982, έγινε εισαγωγή μαγείρων και αυθεντικών υλικών κατευθείαν από τον Λίβανο. Εξυπακούεται ότι οι DJs έπαιζαν αραβικές διασκευές των ντίσκο χιτ της εποχής και σε όλο τον χώρο της «Αυτοκίνησης» υπήρχαν διάσπαρτες καλλιτέχνιδες του χορού της κοιλιάς, καθώς και τσιρκολάνοι που κατάπιναν και εκτόξευαν φωτιές. Ο Billy Bo είχε ντυθεί σεΐχης αλά Ροδόλφο Βαλεντίνο, ο κοσμικός κοσμηματοπώλης Νίκος Πάστρας είχε εμφανιστεί με ένα τεράστιο διαμάντι από τη συλλογή του να αστράφτει στο σαρίκι του, ενώ η Ζωή Λάσκαρη είχε αμελήσει να μεταμφιεστεί και ο Μάκης Σαλιάρης ανέλαβε να της υπενθυμίσει ότι το πάρτυ ήταν αυστηρά μασκέ. Για να τη συμμορφώσει, ο Σαλιάρης την απέπεμψε πάραυτα, η Ζωίτσα όμως επανήλθε ντυμένη Σεχραζάτ. Μόνο που είχε κρατήσει για το τέλος την εκδίκησή της: στο ζενίθ του γλεντιού πέταξε το πάνω μέρος της στολής της και έμεινε με ένα μπλουζάκι το οποίο έφερε, φαρδύ πλατύ, το λογότυπο της «Bora-Bora», μιας από τις πιο ισχυρές αντίζηλες της «Αυτοκίνησης» για τον τίτλο της καλύτερης ντισκοτέκ στην Αθήνα.
Το αναπάντεχο και κάπως σουρεάλ κλου της βραδιάς ήταν όταν γύρω στις τέσσερις το πρωί αναδύθηκε ένα λαϊκό πάλκο με τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Δημήτρη Μητροπάνο και την Αθηναϊκή Κομπανία να ενορχηστρώνουν το αμιγώς λαϊκό γλέντι, αιφνιδιάζοντας τους κατά κανόνα λάτρεις του ξένου ρεπερτορίου θαμώνες της «Αυτοκίνησης». Πάντως, ο Μάκης Σαλιάρης ήταν αυτός που είχε την έμπνευση να ρίξει ανεμόσκαλα ανάμεσα στην ντίσκο και τα μπουζούκια, κάτι για το οποίο αργότερα θα μετανοούσε.
Η Βάνα Μπάρμπα με total 80s look διασκεδάζει με την παρέα της

Εντός της «Αυτοκίνησης» σε ανύποπτες στιγμές έβρεχε πούπουλα που προέρχονταν απευθείας από τα πτηνοτροφεία της Χαλκίδας, αφρό ή κομματάκια φελιζόλ από την οροφή, έβγαιναν καπνοί από κρυφές μηχανές, ενώ τις πρώτες ημέρες της λειτουργίας της η σάλα γέμιζε με μια απαλή ομίχλη από υγροποιημένο οξυγόνο που τροφοδοτούσε ένας αθέατος μηχανισμός με σωληνώσεις και ακροφύσια, κάτι που προκαλούσε μεγάλη εντύπωση στους θαμώνες. Βέβαια, ακόμη πιο συναρπαστικό ήταν το θέαμα ενός ανύποπτου πελάτη που ξαφνικά βρέθηκε να φλέγεται ολόκληρος στη μέση της πίστας, εξαιτίας κάποιας ανάφλεξης αυτού του οξυγόνου.
Ούτε καν αυτός κράτησε κακία στην «Αυτοκίνηση». Δέχτηκε μια γενναιόδωρη αποζημίωση (εικάζεται περί τα 5 εκατ. δραχμές) και απλώς περίμενε να αποκατασταθούν τα εγκαύματα στην καψαλισμένη του σάρκα για να διασκεδάσει ξανά στο κλαμπ.
Είτε ήσουν ανώνυμος είτε μέλος οποιασδήποτε ελίτ, στην «Αυτοκίνηση» μπορεί να χόρευες μέσα στο celebrity glam της εποχής, δίπλα σε κάποιον εφοπλιστή ή σταρ της ελληνικής σόουμπιζ, οι οποίοι ήταν τόσοι πολλοί ώστε έκαναν το κλαμπ να μοιάζει με all star μαρκίζα θεάτρου. Οποιος και αν ήσουν, πάντως, θα έπρεπε να έχεις τον νου σου, καθώς συχνά πυκνά μέσα στην «Αυτοκίνηση» μπάλες του πινγκ-πονγκ έπεφταν βροχή. Κάποιες φορές, μάλιστα, αυτά τα μπαλάκια δεν ήταν λευκά και άβαφα, αλλά, σαν σουβενίρ, έφεραν στην επιφάνειά τους το λογότυπο της ντισκοτέκ, αυτό που αναβόσβηνε στις φαντασιώσεις οποιουδήποτε συνειδητοποιούσε ότι ήταν αφόρητα λειψός και κοινωνικά καθυστερημένος αν δεν ήταν παρών ενώ συνέβαιναν όλα αυτά τα θαυμαστά στην «Αυτοκίνηση». Μέσα σε αυτό το κλαμπ καθένας και καθεμία έμπαινε το βράδυ σαν απλό μόριο μιας ανώνυμης μάζας και έβγαινε, πιθανότατα το πρωί της επόμενης μέρας, έχοντας κοινωνήσει στη μαζική παράκρουση ενός τρόπου διασκέδασης που έως τότε δεν είχε κανένα προηγούμενο στην Ελλάδα. Χωρίς drugs και οινόπνευμα-μπόμπα, χωρίς νονούς και μπράβους, χωρίς μαχαιρώματα και άγριους τσαμπουκάδες, μόνο με την καλύτερη χορευτική μουσική που ήταν δυνατόν να εξασφαλιστεί με τα εισαγόμενα βινύλια, η «Αυτοκίνηση» προσγειώθηκε ξαφνικά και άλλαξε τα πάντα στο ελληνικό κλάμπινγκ – και τα άλλαξε για πάντα.
Μια ντίσκο από το Διάστημα
Το 1980 όσοι είχαν την τύχη να βρεθούν στα εγκαίνια της «Αυτοκίνησης» απέκτησαν μια αξέχαστη εμπειρία, υπέστησαν ένα κανονικό πολιτισμικό σοκ. Το εσωτερικό αυτού του γιγαντιαίου για τα δεδομένα της εποχής κλαμπ (η χωρητικότητά του ήταν άνω των 1.000 ατόμων) δεν έμοιαζε με τίποτα που είχε δει οποιοσδήποτε στην Ελλάδα προηγουμένως.
Μάκης Σαλιάρης, ένα από τα καλύτερα ελληνικά «τιμόνια».

Υπήρχαν, βέβαια, τα καθιερωμένα τραπέζια στο πατάρι, εφόσον ο δεσμός που διατήρησε η «Αυτοκίνηση» με το παρελθόν ήταν η δισυπόστατη λειτουργία της, ταυτόχρονα ντισκοτέκ και εστιατόριο με εκλεκτό μενού. Οποιος όμως κοίταζε ψηλά θα έβλεπε έναν μικρό δορυφόρο, γεμάτο με περισσότερες από χίλιες λυχνίες. Σε αυτό το υπερ-πολύφωτο που προκαλούσε δέος σε καθέναν που το αντίκριζε για πρώτη φορά οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό η διέγερση της διάθεσης και η επιδημία του ξεσαλώματος. Μαζί με τις ντισκομπάλες, τους περιστρεφόμενους προβολείς, τη δυνατή μουσική κ.λπ. η πελατεία της «Αυτοκίνησης» καταλαμβανόταν από ντελίριο. Και πιθανώς ελάχιστοι από τους κατάπληκτους θαμώνες του κλαμπ συνειδητοποιούσαν ότι αυτό τον μαγικό δορυφόρο της οροφής χειριζόταν μέσω μιας κονσόλας κρυμμένης στο ημίφως η θρυλική Σύλβια, ένα πλάσμα σπάνιας ομορφιάς με φιδίσιο κορμί και επιδερμίδα που είχε προκύψει από την ανάμειξη αγγλικού και αφρικανικού DNA. Ωστόσο, για εκείνους που γνώριζαν τον Μάκη Σαλιάρη, η Σύλβια δεν ήταν η εξαίρεση αλλά ο κανόνας: «Ο Μάκης φρόντιζε να περιστοιχίζεται από την αφρόκρεμα, ήθελε τους συνεργάτες του τέλειους σε όλα, να είναι εύστροφοι, αποτελεσματικοί, πρωτότυποι, αντισυμβατικοί και ταυτόχρονα γοητευτικοί και ευπαρουσίαστοι», λέει για την ακομπλεξάριστη νοοτροπία του προσφάτως εκλιπόντος φίλου του ο στενός συνεργάτης και φίλος του Βαγγέλης Κολοκυθάς
Παραδόξως για πρωταθλητή, ο Μάκης Σαλιάρης ήταν εκ φύσεως καλοπροαίρετος και σχεδόν αυτοκτονικά μεγαλόψυχος. Χαρακτηριστικά, κατά τις ημέρες προ «Αυτοκίνησης», όταν ήταν ακόμη έμπορος αυτοκινήτων, είχε ηχογραφήσει κρυφά τις συνομιλίες των υπαλλήλων του με πελάτες. Οταν άκουσε τις μαγνητοταινίες, έμεινε άφωνος με τις συμφωνίες που οι πωλητές του έκλειναν εις βάρος της επιχείρησης, αποσπώντας προμήθειες από την ανταλλαγή αυτοκινήτων.
Ο Λάκης Λαζόπουλος με 80s στυλ, παρέα με τον Σταμάτη Φασουλή

Αργότερα, ένας από τους ταμίες της ντίσκο συνελήφθη να υπεξαιρεί μέρος των εισπράξεων, κάτι που, όπως αποδείχθηκε, έκανε επί μακρόν και συστηματικά. Παρ’ όλα αυτά, ο Μάκης Σαλιάρης δεν απέλυσε ποτέ κανέναν υπάλληλό του, όσο θράσος και αν είχε επιδείξει ο ένοχος, όση ζημία και αν είχε προκαλέσει.
Η επίμονη γαλαντομία ως στάση ζωής, η πάγια συνήθεια του Σαλιάρη να φροντίζει για την καλοπέραση των άλλων -και ούτε καν μόνο των αγαπημένων του- συνεχίστηκε έως τον θάνατό του. Πιθανώς είχε να κάνει με την καταγωγή του, καθώς ήταν ο μεγαλύτερος από τους τρεις γιους μιας μεγαλοαστικής οικογένειας. Ο πατέρας του αρχικά εισήγαγε τις ανατολικογερμανικές μοτοσικλέτες ΜΖ και Simson, ενώ αργότερα εφηύρε τα φρουτοποτά Citral. Ο Μάκης δάνειζε με παροιμιώδη ευκολία ακόμη και μεγάλα ποσά χρημάτων, τα οποία καθόλου σπάνια λησμονούσε να ζητήσει πίσω. Οταν εξοφλούσε χρέη επέμενε να τραπεζώνει τον εκάστοτε πιστωτή του, καταλήγοντας ενίοτε να ξοδεύει περισσότερα ως αμφιτρύων απ’ ό,τι θα δικαιολογούσε μια συνηθισμένη επαγγελματική συναλλαγή. Και ήδη από τη νιότη του, τα δώρα του Μάκη Σαλιάρη στις εκάστοτε συντρόφους του ήταν πανάκριβα κοσμήματα και χρυσά ρολόγια, κατηγορίας Rolex και άνω.
Οπως συνήθως συμβαίνει, δυστυχώς για τον Σαλιάρη οι συνεργάτες και ιδίως ορισμένοι εκ των εκάστοτε συνεταίρων του δεν αποδείχθηκαν το ίδιο κιμπάρηδες με εκείνον. Μολονότι υπήρξε άνθρωπος που απεχθανόταν τη μεμψιμοιρία και το μοιρολόι για τις αποτυχημένες επαγγελματικές συμπράξεις, στους πιο κοντινούς του ανθρώπους άφηνε να διαφανεί το παράπονο που είχε για τους κατά καιρούς συνεταίρους του. Μάλιστα, με έναν από αυτούς, τον ποικιλοτρόπως γνωστό Γιώργο Μπατατούδη, ο οποίος είχε ενταχθεί στο αρχικό εταιρικό σχήμα της «Αυτοκίνησης», ο Μάκης Σαλιάρης βρέθηκε σε νομική αντιδικία σχετικά με το δικαίωμα χρήσης της ονομασίας του κλαμπ. Ο Σαλιάρης θεωρούσε τον εαυτό του αυτονόητο και νόμιμο ιδιοκτήτη του τίτλου «Αυτοκίνηση», γι’ αυτό και τον πρόσθετε ως μάρκα σε κάθε μαγαζί που δημιουργούσε αφότου είχε παραχωρήσει το αρχικό κλαμπ στον Μπατατούδη. Ο δεύτερος όμως δεν επιθυμούσε να μοιράζεται την ονομασία με κανέναν, ούτε καν με τον πρώην συνέταιρό του, οπότε και θέλησε να θέσει απαγορευτικούς περιορισμούς στον Σαλιάρη.
Πρόσωπα από τον φιλικό κύκλο του εκλιπόντος τείνουν να πιστεύουν ότι η πίκρα από τις περιπέτειες με τους συνεταίρους του, σε συνδυασμό με την αποτυχία να αναστήσει την επιτυχία της πρώτης «Αυτοκίνησης», δεν επιβάρυναν μόνο την οικονομική κατάστασή του, αλλά επιδείνωσαν επίσης την ψυχολογία και, τελικά, την ήδη κλονισμένη υγεία του. Κατόπιν των ανήκεστων μεταστάσεων που τους τελευταίους μήνες είχε κάνει ο καρκίνος στην ουροδόχο κύστη του, ο Μάκης Σαλιάρης απεβίωσε στις 16 Οκτωβρίου από ανακοπή καρδιάς. Είχε κλείσει τα 71 του χρόνια στις 15 του προηγούμενου Αυγούστου.
«Αυτοκίνηση» έτσι και αλλιώς
Το παρωνύμιο «Τζέιμς» που για ένα διάστημα χρησιμοποίησε στους αγώνες αυτοκινήτου θα μπορούσε να είναι έμμεση δήλωση θαυμασμού και επιδοκιμασίας προς τον Τζέιμς Χαντ, τον Βρετανό αστέρα της Φόρμουλα 1 και αρχέτυπο ήρωα τύπου «live fast, die young» με γκάζια και καταχρήσεις πέρα από τα όρια. Εξάλλου, όταν ο Χαντ νίκησε τον Nίκι Λάουντα και αναδείχθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής το 1976 (με τον δραματικό τρόπο που αποδόθηκε με σχετική πιστότητα στο καλογυρισμένο φιλμ «Rush» του Ρον Χάουαρντ), o Σαλιάρης βάδιζε ακριβώς στο ίδιο μονοπάτι, αλλά βέβαια στην κλίμακα της ελληνικής πραγματικότητας: οδηγούσε γρήγορα, κοντραριζόταν με έναν άλλο θρύλο της εποχής, τον Γιώργο Μοσχού, ρίσκαρε, ζούσε τη ζωή και τον έρωτα με το πάθος του άντρα που μοιάζει να αδιαφορεί πλήρως για το αν υπάρχει αύριο.



Το 1977 συνέβη το εντελώς παράδοξο και ανεπανάληπτο να στεφθούν δύο πρωταθλητές αναβάσεων, καθώς Σαλιάρης και Μοσχούς ισοβάθμησαν στην κορυφή της βαθμολογίας.
Προηγουμένως, όμως, το 1971, μόλις στον τρίτο χρόνο συμμετοχής του στους μηχανοκίνητους αγώνες, ο Μάκης Σαλιάρης υπέστη το βαρύ χτύπημα της απώλειας ενός αγαπημένου φίλου. Στο σιρκουί της Ρόδου, στον ίδιο αγώνα που έτρεχε και ο ίδιος, ο Μάκης είδε σχεδόν μπροστά του την Alfa Romeo GTAm του Γιάννη «Μαύρου» Μεϊμαρίδη να πέφτει στα πέτρινα τείχη. Η ειρωνεία είναι ότι ο Σαλιάρης οδηγούσε μια Alfa Romeo GTA, ένα μοντέλο σχεδόν ίδιο με εκείνο του φίλου του, το οποίο μάλιστα είχε πάρει δεύτερο χέρι από τον «Μαύρο». Υπάρχουν ελάχιστες φωτογραφίες από το αυτοκίνητο αυτό, ένα καθαρόαιμο αγωνιστικό εργαλείο, στις οποίες να φαίνεται ότι στρίβει με τους τέσσερις τροχούς της στην άσφαλτο. Συνήθως κάποιος από τους εσωτερικούς ήταν στον αέρα, γεγονός που έκανε τα πλήθη των θεατών να παραληρούν.
Στον αγώνα της Ρόδου ο Μάκης εγκατέλειψε επιτόπου, ανίκανος να συγκεντρωθεί στην οδήγηση αφού είδε τα συντρίμμια του αυτοκίνητου του φίλου του. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Σαλιάρης συνέχισε τους αγώνες για πολλές δεκαετίες μετά τον χαμό του Μεϊμαρίδη, έως το 1997 κέρδισε πάμπολλα πρωταθλήματα ταχύτητας και αναβάσεων, είχε και ο ίδιος σοβαρά ατυχήματα και την περίοδο που η κυριαρχία του μετατράπηκε σε μονοπώλιο θέλησε με δική του πρωτοβουλία να διακόψει το μονότονο σερί με τις διαδοχικές νίκες. Αναζήτησε μια διαφορετικού τύπου «αυτοκίνηση», μια τελείως διαφορετική πρόκληση.
Η γέννηση της «Αυτοκίνησης»
Ωστόσο, η ντίσκο «Αυτοκίνηση» γεννήθηκε μέσα από την αγωνιστική ομάδα που είχε στήσει ο Μάκης Σαλιάρης, με βασικούς συνεργάτες ανθρώπους που ήταν ούτως ή άλλως δίπλα του και ήταν εγνωσμένης αξίας, όπως ο επικεφαλής της ομάδας Ανδρέας Χριστόπουλος, ο Βαγγέλης Κολοκυθάς, ο Οδυσσέας Τσαγκάρης κ.ά. Η δημιουργία της «Αυτοκίνησης» προέκυψε από την κακή πορεία της έκθεσης αυτοκινήτων που διηύθυνε ο Μάκης Σαλιάρης για λογαριασμό ενός συνεταιρισμού επενδυτών, σχετικών με τον χώρο του αυτοκινήτου. Επρόκειτο για μια έκθεση εντελώς ιδιαίτερη, καθώς στεγαζόταν σε ένα μεταμοντέρνο κτίριο, φτιαγμένο από ξύλο, μέταλλο και γυαλί, σύμφωνα με την έμπνεση του πρωτοποριακού αρχιτέκτονα Παναγιώτη Τουλιάτου. Το 1976 άνοιξε υπό την επωνυμία «Αυτοκίνησις», ύστερα από εισήγηση της τότε συζύγου του Σαλιάρη, της Ντόρας Ράλλη. Τα έπιπλα και ο εξοπλισμός ήταν υπερπολυτελή, κόστιζαν μια περιουσία και είχαν την υπογραφή γνωστού αθηναϊκού οίκου – τίποτε όμως δεν στάθηκε αρκετά ικανό για να διατηρηθούν οι πωλήσεις στο προσδοκώμενο επίπεδο, ιδιαίτερα από το καλοκαίρι του 1979 και μετά, όταν επιβλήθηκαν διπλάσιοι δασμοί στα καινούργια Ι.Χ.
Και ενώ ο Μάκης Σαλιάρης προβληματιζόταν για το επόμενο αναγκαστικό, επιχειρηματικό του βήμα, εξέταζε σοβαρά την πιθανότητα να διατηρήσει την έκθεση, αλλά αντί για αυτοκίνητα να πουλά είδη υγιεινής, να την υπενοικιάσει κ.λπ., ο Βαγγέλης Κολοκυθάς έριξε την ιδέα του κλαμπ. Η αρχική αντίδραση του Μάκη ήταν να αρνηθεί ακόμη και να τη συζητήσει, κυρίως διότι η αυθόρμητη τάση του ήταν να σκεφτεί πρωτίστως ως μουσικός: «Βαγγέλη, ντίσκο μέσα σε γυάλινο κτίριο είναι καθαρή ανοησία, το γυαλί είναι ό,τι χειρότερο, γιατί αντανακλά, δεν απορροφά τον ήχο. Θα ματώσουν τα αυτιά του κόσμου».
Ο Κολοκυθάς επέμεινε, λέγοντας ότι «θα μαζέψουμε τόσο κόσμο ώστε τη μόνωση θα την κάνει ο κόσμος που θα χορεύει. Ασε που θα βάλουμε επένδυση, θα βάψουμε τα κρύσταλλα κ.λπ.». Η κουβέντα κατέληξε σε φιλονικία, το επόμενο πρωί, όμως, ο Σαλιάρης είχε κιόλας αλλάξει γνώμη. Δέχτηκε την πρόταση του Κολοκυθά να κατέβει στη Βούλα για μια διερευνητική επίσκεψη στη δημοφιλή ντίσκο «San Lorenzo». Και εκεί ο Μάκης είχε κάτι σαν επιφοίτηση, καθώς είδε μπροστά του ολοκάθαρα το μέλλον. Μετά την «Αυτοκίνηση», την τρομακτική της επιτυχία και τη σεισμική επίδραση που άσκησε στον τρόπο διασκέδασης των Νεοελλήνων, ο Μάκης Σαλιάρης δημιούργησε κι άλλες, επιτυχημένες κατά το πλείστον, επιχειρήσεις διασκέδασης και εστίασης, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και τη Σαντορίνη με κλαμπ όπως το «Κάμελ», το «Club 22», το «Αλσος», το «Pianeta Terra» κ.λπ. Ηταν όμως η επάνοδος της «Αυτοκίνησης» που τον έτρωγε ως το τέλος, η διακαής επιθυμία του να δει το πιο σημαντικό από τα επιχειρηματικά του τέκνα να θριαμβεύει ξανά. Εστω και αν ο ίδιος αποστρεφόταν τη νοσταλγία και ζούσε για το αύριο -αν και συχνά χωρίς αύριο-, η εμμονή με την «Αυτοκίνηση» βασάνιζε το μυαλό του ως τις τελευταίες του ώρες.
ΠΗΓΗ .protothema.gr/

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *