Αστεία πράγματα θα μου πεις… Τι ψυχή μπορεί νάχει ένας αναπτήρας; Ας σκεφθούμε όμως τους αρχαίους μας προγόνους που, ο χορηγός της φωτιάς στους ανθρώπους, ο Προμηθέας, τιμωρήθκε τόσο βάρβαρα από τους θεούς, δεμένος στο βουνό και να του τρώνε τα όρνεα το σικώτι. Ας μην πιστέψουμε μεν στα είδωλα των αρχαίων, σίγουρα όμως το αγαθό της φωτιάς εθεωρείτο, και ήταν, μέγα, για να πλάσουν οι πρόγονοί μας στις δοξασίες και τη θρησκεία τους μέχρι και θεούς, που τους την χορήγησαν.
Πολλοί παπούδες χρησιμοποιούσαν τον απλούστερο αναπτήρα, το πυρόβολο, που με μιά τσακμακόπετρα και ένα φυτίλι, άναβαν εύκολα ένα τσιγάρο, λίγο δυσκολότερα λίγα ξερά χόρτα και μετά ξύλα για τη συνέχεια. Όταν κατάφθασε το φωτιστικό πετρέλαιο, τα πράγματα βελτιώθηκαν: το τσακουμάκι, με τη βοήθεια και πάλι της τσακμακόπετρας, αλλά και του μπαμπακιού και του φωτιστικού πετρελαίου, είχαμε άμεσο άναμμα φλόγας για κάθε χρήση. Περί το 1970 καταφθάσανε από τη Γερμανία οι πρώτοι αναπτήρες με πιεζοηλεκτρικούς κρυστάλλους, χωρίς την ανάγκη της τσακμακόπετρας, και τέλος, οι σημερινοί αναπτήρες με δεξαμενούλα υγραερίου.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στα παληά: “Σάλευε μωρέ Αντρουλιό να πάρεις ένα γαστρί* από το σταύλο να πείς τση θειάς σου, απου ήψε (=άναψε) φωθιά να σου βαλει δυο-τρια κάρβουνα να ξανάψωμε την παρασθιά. Θελω να καμω καλή καρβουνιθιά, να βάλω στο σίδερο να σου σιδερωσω το πατελόνι, να το βάλεις αύριο απούνε σκόλη στην εκκλησά….) . Αμα θελα σπάσει κειανα σταμνί, τα κομάτια του, τα γαστριά, δεν τα πετούσαμε. Τα κρατούσαμε παράπαντας*, και τα χρησιμοποιόύανε οι μανάδες μας ή σαν θυμιατήρια, είτε για να διακονευτούνε* (=ζητώ υπο τύπο ελεημοσύνης) λίγα κάρβουνα από τη γειτονιά για να ανάψουνε και το δικό τους λύχνο. Τα πρώτα θυμιατά-λιβανιστήρια είταν επίσης πήλινα, φτιαγμένα από τοπικούς αγγειοπλάστες.

Τα “πυρεία Ελληνικού μονοπωλείου” τα ταπεινά και καταφρονεμένα σήμερο σπίρτα, όπως και το αλάτι, αποτέλεσαν την …ναυαρχίδα της ανάπτυξης της Ελληνικής βιομηχανίας τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Βέβαια, κρατώντας το αποκλειστικό δικαίωμα διάθεσης των σπίρτων το ελληνικό κράτος, εκμεταλλεύτηκε αυτό του το προνόμιο δεόντως, μέχρι που και το διάσημο πουλί της 21 Απριλίου 1967 κοσμούσε επι χρόνια τα σπιρτόκουτα, μπαίνοντας σε κάθε σπίτι…
(Και μιάς και μούρθε, να μην το ξεχάσω: Αμα θελα πλευριτωθεί κειανείς ή είχενε πόνο στη μέση, μιά πρακτική γιατρειά είτονε τα ζεστά επιθέματα: Πέρνανε ένα γαστρί, το βάζανε στην παρασθιά να ζεσταθεί, χωρίς βέβαια να αποκτήσει πολύ ψηλή θερμοκρασία, το τύλιγαν με μιά πετσέτα και του το βάζανε για ζέστα στο πονεμένο μέρος. Εγροίκας λοιπόν τσοι μανάδες μας. “Οληνύχτα μπρε αγκομάχε ο κακομοίρης ο πεθερός μου. Τονε βαστά εδα και τρεις μέρες ο κόκαλος του, αποτότεσας απου τονε λύχνισε ο ξιπασάρης ο γάιδαρος μας. Επύρωσα ενα γαστρί και του τόβαλα τα ξημερώματα και σαν τον επαγούδιασε μιαολιά εκοιμηθηκε ο κακομοίρης των αφτά μπαγκω…. Ακόμη κοιμάται”)
πηγη /wpababion.wordpress.com

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *