ΟΙ ΓΛΑΡΟΙ
ΝΙΚΟΣ ΜΕΪΜΑΡΗΣ – ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ & ΣΠΥΡΟΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΗΣ – ΠΑΝΟΣ ΓΑΒΑΛΑΣ & ΒΟΥΛΑ ΓΚΙΚΑ 1959

Φανταστείτε μια Καισαριανή με χαμηλά σπίτια, ισχυρό κοινωνικό ιστό, πρόσφυγες και φτώχεια, αλλά και ξεκάθαρα συναισθήματα μεταξύ των ανθρώπων. Ο μεταπολεμικός καμβάς θέλει την ιστορική συνοικία των Αθηνών να είναι σαν τις άλλες γειτονιές.
Σε μικρή κλίμακα οι άνθρωποι συναντιούνται, συνεργάζονται, αγαπιούνται και μισιούνται, τότε που ο όρος «γειτονιά» συμπύκνωνε την έννοια του κόσμου και των προσδοκιών του. Όλα γίνονταν εδώ και στο πεδίο της γειτονιάς γεννιόταν και η τέχνη με τις εκδοχές της. Ο νεαρός τσαγκάρης με τα μυωπικά γυαλιά μένει εδώ, έχει κάνει ήδη τα πρώτα του βήματα στο τραγούδι – αφού πρώτα έχει περάσει από πολλά επαγγέλματα για τον επιούσιο – και μια στενή φιλία τον δένει με τον κουρέα και απέναντι γείτονα, ο οποίος επίσης έχει πάρει το βάπτισμα του πυρός στα πάλκα της εποχής.
Για την ακρίβεια, φανταστείτε ένα κουρείο-όχι ακριβώς-κουρείο αλλά κάτι ευρύτερο, ένα μουσικό στέκι, βγαλμένο λες από το σενάριο του Πολ Οστερ στην ταινία «Καπνός», όπου ο επισκέπτης φέρνει και το μπουζούκι ή την κιθάρα του και όλοι μαζί πιάνουν το τραγούδι τις πρωινές ή τις απογευματινές ώρες σαν μια παρέα.
Και μια μέρα, ο κουρέας παρέα με τον τσαγκάρη με το χαρισματικό και βελούδινο λαρύγγι γράφουν ένα τραγούδι που έμελλε να κάνει μεγάλη επιτυχία και να γνωρίσει εκατοντάδες επανεκτελέσεις. «Οι γλάροι» σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη (ή Τσάντα) πραγματεύονται ένα θαλασσινό θέμα και το γεγονός πως ο δημιουργός του το γέννησε εντός των τοίχων ενός κουρείου της Καισαριανής – και μάλιστα σε είκοσι λεπτά όπως έχει εξομολογηθεί – δείχνει τη δύναμη της φαντασίας.
Για την ακρίβεια ο συνθέτης των «Γλάρων» και κουρέας Νίκος Μεϊμάρης είχε νωρίτερα αντλήσει την έμπνευσή του από μια εικόνα. «Εκεί που καθόμουν στο κουρείο μου στην Καισαριανή, έπαιζα αυτοσχέδιες νότες με το μπουζούκι μου. Ήταν Παρασκευή πρωί. Μάιος. Την προηγούμενη το βράδυ είχαν φύγει για την Αυστραλία κάποιοι φίλοι μου – δύο πρώτα ξαδέλφια, Καισαριανιώτες. Πήγα κι εγώ στο λιμάνι του Πειραιά και τους αποχαιρέτησα. Και όταν έφυγε το καράβι, μου έμεινε εκείνη η εικόνα. Και ο νους μου έμεινε όλη τη νύχτα σε εκείνη τη στιγμή. Τώρα το πλοίο σαλπάρισε, σκεφτόμουν… Ηρθε, θυμάμαι, εκείνο το πρωινό ο φίλος μου ο Τσάντας. Έτσι λέγαμε τον Μπάμπη τον Βασιλειάδη, τον γνωστό λαϊκό στιχουργό. Άκουσε το μπουζούκι που έπαιζα. Του ’πα και την ιστορία από την προηγούμενη μέρα κι αυτός μου απάντησε «Παίξε Νίκο, βγάζεις πολύ ωραία νότα σήμερα». Εγώ συνέχισα να παίζω και ο Μπάμπης Βασιλειάδης έγραψε τους στίχους. Τη μουσική την είχα τελειώσει μέσα σε είκοσι λεπτά. Με τρεις αυτοσχεδιασμούς το μπουζούκι έβγαλε αυτές τις νότες που επένδυσαν σε λίγες μέρες τον στίχο του Τσάντα» θυμάται ο ίδιος.
Το τραγούδι ερμηνεύεται αρχικά στο πάλκο από τον τσαγκάρη της ιστορίας μας, που δεν είναι άλλος από τον Πάνο Γαβαλά. Ο πάταγος όμως γίνεται για το σουξέ και τον τραγουδιστή όταν πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη όπου και λατρεύεται από τον κόσμο. Στη συνέχεια οι «Γλάροι» ηχογραφούνται – δεύτερη φωνή στον Γαβαλά κάνει η Βούλα Γκίκα -και για χρόνια το κομμάτι γίνεται το μουσικό σήμα των διαφημιστικών εκπομπών της Odeon-Parlophone – και μετέπειτα Minos – που ακούγεται στο ραδιόφωνο της εποχής. Στο μεταξύ, η σχέση των δύο παλιών φίλων (Μεϊμάρη – Γαβαλά) έχει ήδη κλονιστεί αφού στη Θεσσαλονίκη ο Γαβαλάς προτιμάει για μπουζουξή τον βιολιστή και δεξιοτέχνη κιθαρίστα του «Καρέ των Άσσων» Χάρη Λεμονόπουλο. Ο καθένας πια θα ακολουθούσε τη δική του πορεία.
«Οι γλάροι», ένα τραγούδι συγκινητικού αποχωρισμού, γράφτηκε με αφορμή τη μεταπολεμική μετανάστευση, εμπεριείχε έναν ερωτικό αποχωρισμό, σηματοδότησε το τέλος μιας φιλίας και έγινε η αφετηρία για την εφόρμηση στον ουρανό του ελληνικού τραγουδιού ενός κορυφαίου ερμηνευτή.

Έρευνα – Παρουσίαση : Κωνσταντίνος Καρεμφύλλης
ΠΗΓΕΣ:
Δημήτρης Ν. Μανιάτης, «Ένα τραγούδι, μια ιστορία», Έκδοση «Τα Νέα», ΔΟΛ, Αθήνα 2012
/www.ogdoo.gr
πηγη .kanali6.com.cy

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *