Ο ΜΠΑΤΛΕΡ
Ο ΜΠΑΤΛΕΡ

Την 24η Ιουνίου του 1991,μια υπόθεση διεκδικεί και καταλαμβάνει την θέση της πρώτης είδησης στα δελτία όλων των τηλεοπτικών σταθμών και στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Ένα από τα πιο στυγερά και ανατριχιαστικά εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί στην Ελλάδα, το οποίο παραμένει άλυτο μέχρι σήμερα, αποκαλύπτεται πριν από 24 χρόνια στην Εκάλη. Φυσικά μιλώ για την δολοφονία της οικογένειας Χρυσαφίδη. Ο κυρίως ύποπτος, ο ταϊλανδός οικιακός βοηθός της οικογένειας, διέφυγε στην πατρίδα του και δεν έχει εκδοθεί στην Ελλάδα. Κανείς δεν δικάστηκε ούτε καταδικάστηκε ποτέ για το έγκλημα αυτό.
Τα θύματα και οι φερόμενοι ως δράστες
Η οικογένεια Χρυσαφίδη κατοικούσε σε μια πολυτελή βίλα στην Εκάλη, στο Νο 10 της οδού Θησέως. Ο πατέρας της οικογένειας, Μιχάλης Χρυσαφίδης, είχε γεννηθεί στην Αθήνα το 1943. Ήταν γνωστός βιομήχανος, με το εργοστάσιό του να βρίσκεται σε μια πάροδο της οδού Πειραιώς, και ιδιοκτήτης συνολικά έξι εταιριών, οι οποίες είχαν τζίρο πάνω από 600.000.000 δρχ. ετησίως. Ήταν παντρεμένος με την Ελίζαμπεθ (Λιζ), βρετανίδα υπήκοο, γεννημένη το 1942. Την οικογένεια συμπλήρωναν οι δύο γιοι του ζευγαριού, ο 18χρονος Γιώργος, μαθητής λυκείου γεννημένος το 1973 και ο 16χρονος Μιχάλης-Δημήτρης, επίσης μαθητής λυκείου, γεννημένος το 1975.
Ο οικιακός βοηθός της οικογένειας, ο «μπάτλερ» Πρασέρτ Σερτουσουάνα (Τάι), γεννήθηκε στην Μπανγκόκ το 1963 και ζούσε, ήδη, από πολλά χρόνια στην Ελλάδα. Στην οικογένεια Χρυσαφίδη έπιασε δουλειά το 1989 και, σύμφωνα με μαρτυρίες φίλων της οικογένειας, απολάμβανε εξαιρετικής μεταχείρισης, είχε δικό του δωμάτιο και θεωρούνταν μέλος της οικογένειας. Στην Ελλάδα είχε έρθει με την μητέρα του Κάνυα, που εργαζόταν στο σπίτι του αιγύπτιου πρέσβη στην Αθήνα, την θεία του (αδελφή της μητέρας του) Μαλιράτ ( Μαρλί) Χανχαντρέν, η οποία εργαζόταν επίσης ως οικιακή βοηθός, σ’ ένα σπίτι στην Γλυφάδα και την αδελφή του Σούντα. Δυο μήνες πριν από τις δολοφονίες ο Πρασέρτ παντρεύτηκε την αγαπημένη του Ουαζίτα (Μπουμ) Κουνανουκρόν, η οποία δούλευε στο σπίτι της Μαρίας Πουλιάση, στη Βάρη. Όλοι οι εργοδότες των ανωτέρω αναφερομένων προσώπων, μίλησαν γι αυτούς με τα καλύτερα λόγια, μετά τα γεγονότα, κι εξέφρασαν την έκπληξή τους.
ΜΠΑΤΛΕΡ ΜΕ ΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ
ΜΠΑΤΛΕΡ ΜΕ ΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ

Οι τελευταίες θεάσεις των μελών της οικογένειας
Η Τετάρτη, 19 Ιουνίου, ήταν η τελευταία ημέρα που η οικογένεια Χρυσαφίδη θεάθηκε από φίλους και γνωστούς. Ο Αντώνης Γεωργιάδης, Διευθυντής Πωλήσεων στις επιχειρήσεις του Χρυσαφίδη (και ένας από τους τρεις άνδρες που ανακάλυψαν τα πτώματα της οικογένειας), κατέθεσε ότι η τελευταία φορά που είδε τον Μιχάλη Χρυσαφίδη, ήταν την Τετάρτη 19 του μήνα, στα γραφεία της εταιρίας. Την επόμενη ημέρα, Πέμπτη, ο Χρυσαφίδης δεν εμφανίστηκε στο γραφείο. Ο Γεωργιάδης τηλεφώνησε στο σπίτι της οικογένειας και το τηλέφωνο απάντησε ο Τάι, ο οποίος πληροφόρησε τον Γεωργιάδη ότι η οικογένεια είχε φύγει διακοπές και θα επέστρεφαν την άλλη Παρασκευή, 28 του μήνα. Από εκεί και μετά τα τηλέφωνα της βίλας Χρυσαφίδη βουβαίνονται και κανείς δεν απαντά στις κλήσεις του Γεωργιάδη.
Το βράδυ της ίδιας ημέρας, της Τετάρτης 19 Ιουνίου, η Αγγελική Παπαλεξανδράτου επισκέφτηκε τη φίλη της, Λιζ Χρυσαφίδη, στο σπίτι της στην Εκάλη. Εκεί ήταν όλη η οικογένεια, ο σύζυγος της, Μιχάλης και οι δύο γιοι τους. Μίλησαν για το πάρτυ που οργάνωναν για την κόρη της Παπαλεξανδράτου και γύρω στα μεσάνυχτα, η Παπαλεξανδράτου τους καληνύχτησε και αποχώρησε.
Κανείς δεν ξαναείδε τους Χρυσαφίδη ζωντανούς. Οι γείτονες διάβαζαν ένα χειρόγραφο σημείωμα τοποθετημένο στην εξωτερική πόρτα, όπου η οικογένεια υποτίθεται πως ενημέρωνε για απουσία της λόγω διακοπών. Ο κηπουρός της βίλας Χρυσαφίδη, Κυριάκος Κοίλιαρης, που ήρθε για να περιποιηθεί τον κήπο τον πρωί της 20ης Ιουνίου, πληροφορήθηκε το ίδιο από τον Σερτουσουάνα. Στην επόμενη επίσκεψή του δεν βρήκε κανέναν.
Η βίλα των Χρυσαφίδη στην Εκάλη
ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΡΥΣΑΦΙΔΗΣ ΦΩΤΟ ΑΠΟ ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΡΥΣΑΦΙΔΗΣ ΦΩΤΟ ΑΠΟ ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Τα παράλληλα, περίεργα, γεγονότα
Το πρωί της 19ης Ιουνίου, η σύζυγος του Ταϊλανδού, Ουαζίτα, πήγε στο σπίτι του Αιγύπτιου πρέσβη, όπου δούλευε η μητέρα του, Κάνυα. Ταραγμένη, η Ουαζίτα της είπε ότι ο πατέρας της ήταν σοβαρά άρρωστος και έπρεπε να ταξιδέψει άμεσα στην Μπανγκόκ για να τον δει. Έφυγαν μαζί και πήγαν να αγοράσουν αεροπορικά εισιτήρια για την Ταϊλάνδη. Έκλεισαν δύο, στο όνομα της Ουαζίτα και του συζύγου της.` Λίγο αργότερα, επισκέφτηκαν την αδελφή της Κάνυα, Μαλιράτ, για να της πουν ότι και ο δικός τους πατέρας ήταν άρρωστος και έπρεπε να φύγουν για την Ταϊλάνδη. Η Μαλιράτ τηλεφώνησε στους δικούς της και έμαθε ότι ο πατέρας της έχαιρε άκρας υγείας. Παρ’ όλα αυτά, την επόμενη η μέρα, η Κάνυα αγόρασε άλλα δύο εισιτήρια για Μπανγκόκ με 113 χιλιάδες δραχμές που δανείστηκε από τη δουλειά της.
Οι τέσσερίς τους έφυγαν για Ταϊλανδη την Παρασκευή, 21 Ιουνίου στις 5.40 το απόγευμα και δεν τους είδε ξανά κανείς.
Το βράδυ της Δευτέρας, 24 Ιουνίου, συναντήθηκαν έξω από το σπίτι ο ανιψιός του Χρυσαφίδη Αλέξανδρος Μακρίδης, ο γείτονάς του Βασίλης Σαλαπάτας και ο συνεργάτης του Αντώνης Γεωργιάδης. Ανήσυχοι μετά την ξαφνική και πολυήμερη απουσία του Χρυσαφίδη, αποφάσισαν να ερευνήσουν το σπίτι. Με τη βοήθεια του κλειδαρά Κώστα Αρκαδιανού, κατάφεραν να μπουν μέσα και αντίκρισαν ένα μακελειό.
Η φριχτή ανακάλυψη
Οι τρεις άνδρες εντόπισαν τα πτώματα στο υπόγειο, σε τρία ξεχωριστά δωμάτια.
Πρώτα, βρήκαν τον 16χρονο Μιχάλη. Είχε φιμωθεί με ένα κουρελιασμένο πουκάμισο, τα χέρια και τα πόδια του ήταν δεμένα με νάιλον σχοινί, ενώ το πτώμα του είχε καλυφθεί με μία κουβέρτα. Τον είχαν ξυλοκοπήσει άγρια, το στέρνο του είχε σπάσει και τον είχαν αποτελειώσει με μια βαριοπούλα.
Στο διπλανό δωμάτιο, κείτονταν νεκροί ο μεγαλύτερος αδελφός του και ο πατέρας του. Τα χέρια και τα πόδια του μικρού ήταν δεμένα, αλλά όχι και του πατέρα του. Τα πτώματα ήταν και αυτά σκεπασμένα με κουβέρτες και πετσέτες.
Στο τρίτο δωμάτιο, βρισκόταν το πτώμα της μητέρας, Λιζ. Φορούσε ένα ακριβό φόρεμα, αλλά όχι εσώρουχο, στοιχείο που οδήγησε τις αρχές στο συμπέρασμα ότι είχε βιαστεί.
Από την ιατροδικαστική εξέταση, προέκυψε ότι οι δράστες είχαν σκοτώσει την οικογένεια σε “δόσεις”.
Πρώτα πέθαναν τα παιδιά στις 20 Ιουνίου, μετά ο πατέρας στις 21 και τελευταία η μητέρα, στις 23 Ιουνίου, αφού είχε φύγει από τη χώρα ο βασικός ύποπτος, ο Ταϊλανδός Πρασέρτ Σερτουασάνα. Όλα τα μέλη της οικογένειας είχαν ξυλοκοπηθεί, πριν τα σκοτώσουν με τα φονικά όπλα που βρέθηκαν στο λεβητοστάσιο και κάτω από το νεροχύτη της κουζίνας, δηλαδή μια βαριοπούλα, έναν τσεκούρι και ένα σκερπάνι. Όλα ήταν λερωμένα με αίμα, όπως και ήταν και το πάτωμα του γκαράζ. Όταν οι αστυνομικοί άνοιξαν το χρηματοκιβώτιο, βρήκαν χρυσαφικά, ομόλογα και διάφορα έγγραφα, αλλά καθόλου χρήματα. Υποπτεύονταν ότι ο δράστης είχε πάρει τα χρήματα και ορισμένα απ’ τα κοσμήματα που φυλάσσονταν στο χρηματοκιβώτιο. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι παρά τις έρευνες της αστυνομίας δεν βρέθηκε φάκελος του επιχειρηματία ο οποίος περιείχε μπλοκ επιταγών και διάφορα άλλα πολύτιμα έγγραφα.
Το «μετά»
Η υπόθεση έμεινε ανεξιχνίαστη. Παρά την αγριότητα της δολοφονίας και το σοκ που προκάλεσε στην ελληνική κοινωνία, δεν συνελήφθη ποτέ κανείς ούτε δόθηκε ποτέ απάντηση στα ερωτήματα που βασάνιζαν φίλους και συγγενείς.
Βασικός ύποπτος ήταν ασφαλώς ο Σερτουσουάνα, αλλά οι αρχές υποπτεύονταν ότι είχε συνεργούς, καθώς η Λιζ Χρυσαφίδη πέθανε, αφού αυτός είχε φύγει για την Ταϊλάνδη. Ένα άλλο στοιχείο που προβλημάτισε την αστυνομία ήταν η διαθήκη του Χρυσαφίδη. Υπήρχε χειρόγραφο σημείωμα του ίδιου, που όριζε ότι αν πέθαιναν όλα τα μέλη της οικογένειάς του, η περιουσία του θα πήγαινε στον ανιψιό του, Αλέξανδρο Μακρίδη. Η έρευνα της αστυνομίας δεν κατέληξε πουθενά ούτε θεωρήθηκε ποτέ ύποπτος ο συγγενής.
Η αστυνομία εκφράζει την υπόνοια ότι πιθανώς οι άγνωστοι που ευθύνονται για τη δολοφονία της οικογένειας ήθελαν να αποσπάσουν κάποιο μυστικό πιθανώς, το οποίο γνώριζε ο επιχειρηματίας. Επίσης εκφράστηκε η άποψη ότι ο ο Ταϋλανδός δεν έχει άμεση σχέση με την υπόθεση και του επετράπη, από τους πραγματικούς δράστες, να διαφύγει, με κάποιο είδος αποζημίωσης ή χωρίς. Η άποψη αυτή, η οποία οφείλουμε να πούμε δεν στοιχειοθετήθηκε επαρκώς, ενισχύθηκε από το γεγονός ότι βρέθηκαν πίσω αρκετά προσωπικά αντικείμενα του Σερτουσουάνα, όπως προσωπικά έγγραφα, τα γυαλιά του κ.λ.π.
Η τραγική ιστορία της φριχτής δολοφονίας και βασανισμού της οικογένειας Χρυσαφίδη αναβίωσε στα δικαστήρια της Σχολής Ευελπίδων τον Δεκέμβριο του 1995, όταν ο αρμόδιος ανακριτής που διερευνούσε την υπόθεση δέχθηκε την επίσκεψη δεκαμελούς επιτροπής των αρχών της Ταϋλάνδης οι οποίοι είχαν εντοπίσει τα ίχνη του Ταϋλανδού «μπάτλερ» Μπρασέτ Σερντουασάν.
Η επιτροπή η οποία απαρτιζόταν από οχτώ ανώτερους αξιωματικούς της αστυνομίας της Ταϋλάνδης και δύο ανώτερους εισαγγελικούς λειτουργούς συνάντησε τον 18ο τακτικό ανακριτή από τον οποίο ζήτησε και έλαβε αντίγραφο της πολυσέλιδης δικογραφίας της υπόθεσης προκειμένου να τη μελετήσει και να αποφασίσει αν τελικά ο 28χρονος «μπάτλερ» ο οποίος ζει στην Ταϋλάνδη, θα έπρεπε να διωχθεί ποινικά και θα παραπεμφθεί στη δικαιοσύνη.
Σημειώνεται πως η χώρα μας δεν έχει υπογράψει συμφωνία δικαστικής συνδρομής με την Ταϋλάνδη και επομένως δεν ήταν δυνατή η έκδοση του Ταϋλανδού μπάτλερ στη χώρα μας προκειμένου να δικαστεί για τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει.
Ωστόσο πυκνή ομίχλη εξακολουθεί να καλύπτει ακόμη την υπόθεση αυτή, αφού παρά το γεγονός ότι όλες οι υποψίες των διωκτικών αρχών στρέφονται σε βάρος του 28χρονου Ταϋλανδού, ο οποίος εργαζόταν στο σπίτι ως οικονόμος, εν τούτοις τα στοιχεία χαρακτηρίζονται ανεπαρκή για να του αποδοθούν ποινικές ευθύνες.ΤΗΣ ΝΙΝΑΣ ΚΟΥΛΕΤΑΚΗ
πηγες -Πάνου Σόμπολου, «Τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα», Πατάκης 2014
-Εφημερίδες της εποχής
-Διαδίκτυο
eglima.wordpress.com

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *