Γράφει ο Θοδωρής Γεωργάκης

22-6Νοέμβρης του 1942. Η Λευκάδα στενάζει και υποφέρει απ’ την πείνα και τις στερήσεις, κάτω απ’ την μπότα των Γερμανοϊταλών κατακτητών. Στα χωριά του νησιού υπάρχει εξαθλίωση και τρομακτική στέρηση, σχεδόν σε όλα τα αγαθά. Λίγο λάδι, όσο άφηναν οι κατακτητές, λίγο, κρασί και λίγο γάλα απ΄ τα μαρτίνια, που είχαν στο σπίτι. Για ψωμί ούτε λόγος να γίνεται, στάρι για σπορά δεν υπήρχε και αν κάποιος ευλογούσε να σπείρει καμιά παλιάκρη, δεν έφτανε ούτε για πρόσφορο. Το μοναδικό φαγητό που ήταν σε αφθονία ήταν τα λάχανα!

«Εκείνη την χρονιά , μου διηγούνταν ο παππούλης μου, ο μπάρμπα Κώστας ο Παποράκης, το 1942, ευλόγησε ο θεός με τις βροχές του, και φύτρωσαν παντού λάχανα, ζωχοί, βρούβες, λάπατα, καρζόνια, βλαστάρια, πρικάδες, ραδίκια. Τσουβάλια γεμίζαμε. Τα φτιάχναμε βραστά, τσιγαριστά, τηγανητά, για να ξεγελάμε την πείνα μας και τις μεγάλες φαμελιές μας.

Ήτανε, μου έλεγε, Νοέμβρης μήνας, παραμονές της Παναγίας της Μισοσπορίτισσας. Είχαμε κάνει τις σπορές με τα ζευγάρια τ’ άλογα, λίγο βρώμη για τα ζωντανά, λίγο αγριοκόκι για σανό και λίγο κριθάρι, μήπως καταφέρναμε να φτιάξουμε λίγο κριθαρένιο ψωμί. Πλησίαζε της Παναγίας της Μισοσπορίτισσας και όλα τα σπίτια έπρεπε να τηρήσουμε, οπωσδήποτε, το έθιμο και την παραμονή να βράσουμε στο σπίτι τα ΠΛΕΙΚΟΥΚΙΑ, δηλαδή, μαζί τα όσπρια και τα δημητριακά, ανακατεμένα, για να βλογήσει η Παναγία τις σπορές μας και να καρπίσουν, αφού ήταν τα μοναδικά αγαθά που μπάζαμε στο σπίτι. Όποιο σπίτι δεν έβραζε πλεικούκια το θεωρούσαμε κακό και για τα γεννήματα, αλλά και για την υγειά των ανθρώπων του σπιτιού.

Στο σπίτι δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα απ’ αυτά, παρά μόνο ελάχιστα πράματα, που τα θέλαμε για να βγάλουμε το χειμώνα. Μόνο λίγη φακή, λίγα μπίζα, λίγα στενοκούκια και λίγα λαθήρια, για τα οποία είχα πάει νύχτα στο Λιβάδι της Καρυάς και πήρα κρυφά απ’ μια αθημωνιά τέσσαρα δεμάτια λαθήρια, τα φόρτωσα στ’ άλογο, τα κοπάνησα, για να τα έχω τον χειμώνα, για τα παιδιά μου.

28

Στάρι δεν υπήρχε κλωνί! Μου ‘ρχόνταν αλμπαζία, να μη έχουμε κλωνί στάρι, το βασικότερο υλικό για τα πλειοκούκια, να βάλουμε στη πνιάτα παραμονή της Μισοσπορίτισσας. Τότε ξανασκέφτηκα και πάλι το Ξηρόμερο. Ήταν το αποκούμπι μας για κάθε δυσκολία, κυρίως ο κάμπος στην περιοχή της Γοργοβλής, εδώ που σήμερα βρίσκεται το χωριό Δρυμός. Εκεί στα κονάκια των βλάχων, όπως λέγαμε τους Ξηρομερείτες, μπορούσαμε να βρούμε καλαμποκάλευρο, για να φτιάξουνε μπομπότα και μπαζίνα, τραχανά και στάρι. Όμως οι Βλάχοι ήθελαν λάδι, αφού δεν είχανε ελιές, για να μας δώσουν κάτι απ’ αυτά, και το λάδι ήταν δυσεύρετο τότε. Κοίταζα, ματακοίταζα μέσα στο δεπόζιτο , αλλά μόνο μουργαριά έβλεπα στο πάτο. Πάω και εγώ τότε στο λιτροβιό του Μπούκα, που είχε ξεκινήσει και έκανε τις ελιές του χωριού και γεμίζω δυό σκοπούλια λάδι. «Θάχεις ν’ αβαντσέρνεις, τούπα τ’ καραβοκύρη τ’ Μπούκα, μόλις κάμω τσ’ ελιές».

Έλα, όμως, που δεν είχα παπούτσια για να φύγω για το Ξηρόμερο, κάτι παλιοπάπουτσα που είχα ήταν τρύπια από κάτω και με λιωμένη τη σόλα. Τι να κάμω, πάω και βγάνω τα δυό πισινά πέταλα απ΄ το δεύτερο άλογο που είχα και τα κάρφωσα από κάτω για σόλες! Φορτώνω τα δυό σκοπούλια στ’ άλλο άλογο, μπήκα καβάλα ανάμεσα απ’ τα δύο ασκιά και μια κα δυό ξεκίνησα για το Ξηρόμερο.

1501

Μόλις έφτασα στη Χώρα με σταματάνε οι Γερμανοί! Τρομοκρατήθηκα. Τότε μόλις είχαμε οργανωθεί σχεδόν όλο το χωριό στο ΕΑΜ, σκέφτηκα πως κάποιος με κάρφωσε πως ήμουνα Αμίτης. Για καλή μου τύχη, όμως βρέθηκε εκεί και με γλύτωσε ένας Ιταλός. Τον λέγανε Ήλιο και μίλαγε σπαστά ελληνικά. Με γνώρισε, γιατί είχε γνωριστεί με το γείτονά μου τον Βασίλη τον Τσάνε και ερχόντανε συχνά στο σπίτι του εδώ στο Πινακοχώρι, μάλιστα όταν συγκρούστηκαν Γερμανοί και Ιταλοί, ο Ήλιος, για να γλυτώσει, κρυβόνταν μέσα στη στέρνα του Τσάνε, μέχρι που έφυγαν οι Γερμανοί απ’ την Λευκάδα. (Σημείωση δική μου. Αυτός ο ιταλός, ο Ήλιος, είχε έρθει την δεκαετία του 1980 στο Πινακοχώρι. «Είμαι ο Ήλιος» είχε πει χαρακτηριστικά στα ελληνικά, ένας πανύψηλος ξερακιανός γέρος, πλέον, και τον αναγνώρισαν όλοι οι παλιοί κάτοικοι του χωριού).

Εγγυήθηκε ο Ήλιος και με άφησαν να φύγω για το Ξηρόμερο. Διαβαίνοντας τη Σκράπια, έξω απ’ τον Αϊ Νικόλα και τη Μπούχαλη, έξω απ’ τη Βόνιτσα, είδα κι ‘έπαθα να ξεφύγω απ’ τα τσοπανόσκυλα, που ορμούσαν πάνω στ’ ασκιά και σκιαζόμουν πως θα τα τρυπήσουν. Κλώτσαγε αβέρτα κι έτρεχε τ’ άλογο και τα πρόνταγε. Άμα έφτασα στη Γοργοβλή, έκαμα το σταυρό μου! Το ρέμα ήτανε φουσκωμένο απ’ τη βροχή και πώς να το διαβώ! Τα να κάμω, βάζω τ’ άλογο μπροστά και γώ κρατιόμουν απ’ την ουρά του και περάσαμε απέναντι. Νηστικός και μουσκεμένος πήγα στην καλύβα του Κουτρούμπα, ο οποίος είχε κουμπαριάσει στο χωριό μας και μας γνώριζε όλους. Κμπάρε και Κμπάρε λέγαμε ο ένας τον άλλονε.

Ο Κουτρούμπας τότενε έκανε κουμάντο εκεί στον Αϊ Βασίλη (σημερινό Θύρειο) κα στα κονάκια της περιοχής. Με τάισε τραχανά και με κοίμισε μέσα στην καλύβα του, τυλιγμένο μέσα σ’ ένα σάγιασμα, για να μην κρυώνω. Κατά τα ξημερώματα ακούω τον Κουτρούμπα να λέει: «Πάω για μια ψίχα κοψίδι». Κατάλαβα. Μετά από κάνα δύο ώρες γύρισε με ένα σφαχτό στην πλάτη. Από κάποιο μαντρί το είχε πάρει, αφού ήτανε ο κομαντάντες της περιοχής και κανείς δεν του έβαζε χέρι.

Με βοήθησε ο Κουτρούμπας και έδωκα το λάδι στα κονάκια των βλάχων. Σ’ αντάλλαγμα φόρτωσα το άλογο λίγο απ’ όλα, καλαμπόκι, καλαμποκάλευρο, στάρι, τραχανά και λίγα γυφτοφάσουλα και γύρισα πεζοπορία στην Λευκάδα, αφού έβαλα πάνω στο σαμάρι του αλόγου όσα περισσότερα πράματα μπορούσα. Έξι παιδιά στο σπίτι με περιμένανε με ανοιχτό το στόμα. Να φάνε λίγη ροκίσσα, που έφτιαξε η βαβά σου, με το καλαμποκάλευρο, και νάχουμε λίγο στάρι και καλαμπόκι, π’ ανακατέψαμε στην πνιάτα, την παραμονή της Μισοσπορίτισσας, μαζί με τα λαθύρια, λίγα μπίζα, λίγη φακή, λίγα στενοκούκια και τα γυφτοφάσουλα. Έτσι για να νοιώσουμε και μείς άνθρωποι την παραμονή της Παναγίας…

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ…

Από xiromeropress