τζ1
Μία γυναίκα στα 20 είναι πάγος, στα 30 είναι θερμή και στα 40 είναι καυτή. Διανύοντας την ένατη δεκαετία της ζωής μου, μπορώ να πω πως τώρα, για πρώτη φορά, νιώθω… φλογερή!» δήλωσε πριν από έξι χρόνια στη γαλλική τηλεόραση η Τζίνα Λολομπρίτζιντα. «Για ποιο λόγο;» αναρωτήθηκε ο παρουσιαστής Τιερί Αρντισόν. «Γιατί είμαι ελεύθερη να ακολουθήσω την καρδιά μου. Γιατί έχω την πολυτέλεια να είμαι αφεντικό του εαυτού μου. Γιατί ό,τι ήθελα στη ζωή το απέκτησα. Αλλά, κυρίως, γιατί ό,τι είμαι σήμερα το κατάφερα μόνη μου», απάντησε εκείνη, χτυπώντας το χέρι στο τραπέζι.
τζι2
Όταν το 2011, η πληθωρική Ιταλίδα έκλεισε τα 85 της, γιορτάζοντας παράλληλα όλους τους ρόλους της ζωής της: της σταρ, της τραγουδίστριας όπερας, της ζωγράφου, της γλύπτριας, της φωτορεπόρτερ, της φιλάνθρωπου, της μητέρας. Ναι, υπάρχουν και άλλες δραστήριες γυναίκες. Μόνο που την εποχή της φθαρτής δόξας, κατά την οποία οι σταρ υποδύονται συνεχώς -και εκτός οθόνης- ρόλους με το άγχος να μένουν στο προσκήνιο, η Λολό είναι εκείνη που δεν κάνει υποχωρήσεις. Παραμένει ο εαυτός της.
«Η Μόνικα Μπελούτσι θα μπορούσε να είναι άξια διάδοχος μου, αλλά θα πρέπει να προσπαθήσει περισσότερο», λέει. Η Λολομπρίτζιντα κατάφερε, αντί σήμερα να αναπολεί τη χρυσή δεκαετία του ’50, να δηλώνει με τσαγανό: «Θα επέστρεφα στη μεγάλη οθόνη μόνο αν μου το ζητούσε ο Σπίλμπεργκ»! Και συνεχίζει να ξεδιπλώνει τα ταλέντα της, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, σε ένα ατελιέ, στη μικρή πόλη Πετρασέντα της Τοσκάνης.
Η καριέρα των «όχι»
τζι4
Ίσως ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος -«η χειρότερη αλλά και η πιο διδακτική περίοδος της ζωής μου»- να την έμαθε να παλεύει για τα θέλω της. Η περιουσία του επιπλοποιού πατέρα της εξανεμίζεται, η εξαμελής οικογένεια από το Σουμπιάκο στριμώχνεται σ’ ένα διαμέρισμα στη Ρώμη, αλλά η Λολό δεν το βάζει κάτω: ονειρεύεται να γίνει τραγουδίστρια όπερας.
Ίσως, πάλι, να την έκανε σκληρή το γεγονός ότι από μικρή έπρεπε να ξεπερνάει εμπόδια λόγω της εντυπωσιακής της εμφάνισης: μέσα σε ένα εξάμηνο αλλάζει επτά δασκάλους φωνητικής, επειδή την έχουν ερωτευτεί! Αλλάζει στόχο: παίρνει υποτροφία για να σπουδάσει ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών, ενώ παράλληλα πουλάει σκίτσα της από κάρβουνο στις τρατορίες του Τραστέβερε. Τα κάλλη της δεν αφήνουν κανέναν ασυγκίνητο. «Με σταματούσαν στο δρόμο σκηνοθέτες και εγώ δεχόμουν να παίζω που και πού κανένα ρολάκι για χίλιες λιρέτες την ημέρα».
Το 1947, ο Χάουαρντ Χιουζ προσπαθεί να τη δελεάσει, τάζοντας της ένα συμβόλαιο-εισιτήριο για το Χόλιγουντ. Ήταν από τις ελάχιστες ανερχόμενες σταρ που του αρνήθηκαν. Επί εννιά χρόνια, ο Χιουζ αφήνει να διαρρεύσει πως η Λολό τού ανήκει, εμποδίζοντας την να κάνει άνοιγμα εκτός Ευρώπης. Και ενώ οι συμπατριώτισσες της εμπλέκονται σε ειδύλλια με γνωστούς παραγωγούς και σκηνοθέτες, που αναλαμβάνουν το ρόλο του μέντορα (όπως η Σοφία Λόρεν με τον Κάρλο Πόντι και η Σιλβάνα Μάνγκανο με τον Ντίνο ντε Λαουρέντίς), εκείνη παντρεύεται τον Σλοβένο γιατρό Μίρκο Σκόφιτς και ζουν μια ήρεμη ζωή.
Παραμένοντας πιστή στις καθολικές αρχές της, σε ταινίες και φωτογραφίσεις φορούσε κορμάκι στο χρώμα του δέρματος κάτω από τα ρούχα, προκειμένου να μην αποκαλύπτεται κανένα σημείο του σώματος της, ενώ φημίζεται για τις δεκάδες μηνύσεις που έχει κάνει σε όποιον θέλησε να αμαυρώσει τη φήμη της. «Όλα τα χρήματα διατίθενται στους φτωχούς, οπότε κανείς δεν μπορεί να με κατηγορήσει για τίποτα», λέει.
τζι6
Στο Χόλλυγουντ
Το 1953 θριαμβεύει στην Αμερική με την κλασική ταινία του Τζον Χιούστον «Πιο δυνατός από τον διάβολο», πλάι στον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Ήταν εκείνος που είπε τη θρυλική ατάκα: «Όταν μιλάμε για γυναικεία σεξουαλικότητα… η Λολό κάνει τη Μέριλιν Μονρό να μοιάζει με τη Σίρλεϊ Τεμπλ!». Ένα χρόνο μετά, η ταινία του Λουίτζι Κομεντσίνι «Ψωμί, έρωτας και ζήλια» την ανεβάζει στο στερέωμα των κινηματογραφικών αστεριών της Ιταλίας.
Το 1955 εντυπωσιάζει τον Λουτσιάνο Παβαρότι και τη μετέπειτα φίλη της Μαρία Κόλλας, τραγουδώντας την άρια «Vissi d’ Arte» από την «Τόσκα» του Πουτσίνι, στην επιτυχία του Ρόμπερτ Λέοναρντ «Η πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου». Το κασέ της ανεβαίνει ακόμη περισσότερο παίζοντας στο «Βαριετέ», πλάι στον Μπαρτ Λάνκαστερ και τον Τόνι Κέρτις. Το 1957 είναι πιο ευτυχισμένη από ποτέ – έχει μόλις γεννήσει τον μονάκριβο γιο της, Μίρκο Τζούνιορ. Συμφωνάμε το γαλλικό περιοδικό Cine Revue, τα ’60ς ήταν η δεκαετία της. Το 1961 πέτυχε τη διεθνή αναγνώριση μέσα από το φιλμ του Ρόμπερτ Μάλιγκαν «Ραντεβού κάθε Σεπτέμβρη», πλάι στον Ροκ Χάντσον. Η Λολό βραβεύτηκε για την ερμηνεία της με Χρυσή Σφαίρα.
Όσο και αν προσπαθούσε να ξεφύγει από το κλισέ που ήθελε τις όμορφες γυναίκες να μην έχουν ταλέντο, δεν κατάφερνε να πείσει τους κριτικούς με τις ερμηνείες της. «Η υποκριτική μπήκε στη ζωή μου κατά λάθος. Διασκέδασα πολύ στο σινεμά, ωστόσο πιστεύω ότι δεν είχα την ευκαιρία να κάνω ό,τι καλύτερο μπορούσα. Οι ρόλοι λιγόστεψαν και οι παραγωγοί επιδιώκουν να κάνουν ταινίες που σοκάρουν και όχι που σε κάνουν να ονειρεύεσαι», δήλωσε στα 48 της, όταν αποφάσισε να αφοσιωθεί στις τέχνες που πραγματικά αγαπά.
Η δεκαετία του ’70 τη βρίσκει με λίγες συμμετοχές σε ταινίες, αλλά έχοντας κάνει στροφή στη φωτογραφία. «Επί πολλά χρόνια ήμουν μπροστά στην κάμερα, ακολουθώνταδ οδηγίες τρίτων. Έφτασε η ώρα να δω τον κόσμο πίσω από το φακό. Να εισβάλω στις ψυχές των ανθρώπων», εξηγεί, σηματοδοτώντας το νέο της ξεκίνημα. Το 1973, το βιβλίο της «Italia Mia», με φωτογραφίες που τράβηξε παριστάνοντας την τουρίστρια, πούλησε 300.000 αντίτυπα και κέρδισε το Nadar International Prize. Ένα χρόνο αργότερα, ο Φιντέλ Κάστρο την ξεναγεί για 12 ημέρες στην Κούβα και εκείνη ετοιμάζει το πρώτο της ντοκιμαντέρ, υλικό του οποίου δημοσιεύεται στο περιοδικό Time.
Ο πρόεδρος Ζακ Σιράκ της απονέμει το 1980 το Χρυσό Μετάλλιο του Δημοτικού Συμβουλίου Παρισιού και η εφημερίδα Le Monde κάνει λόγο για «μια καλλιτέχνιδα αντάξια του Καρτιέ Μπρεσόν», ενώ το 1992, ο Φρανσουά Μιτεράν της απονέμει το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής. Πάντα αεικίνητη, το 1999 κατεβαίνει υποψήφια ευρωβουλευτής με τους Χριστιανοδημοκράτες, αλλά σύντομα το μετανιώνει. «Νόμιζα ότι θα μπορούσα να βοηθήσω τα παιδιά, όμως έκανα λάθος. Δεν είναι δουλειά αυτή για μένα», λέει. Έκτοτε, αρνείται κατηγορηματικά οποιοδήποτε σχόλιο περί πολιτικής.
Το 2003 στο Μουσείο Πούσκιν της Μόσχαδ παρουσιάζει γλυπτά της, 38 ορειχάλκινα αγάλματα κλασικού στυλ. Η Ιρί-να Αντόνοβα, διευθύντρια του μουσείου, δηλώνει ενθουσιασμένη, ενώ οι επισκέπτεδ ξεπερνούν τις 4.000 τις καθημερι-νέδ και τις 6.000 τα Σαββατοκύριακα. Η ίδια έκθεση στο Μουσείο Μονέ του Παρισιού σημειώνει τεράστια επιτυχία, παίρνει παράταση ενόδ χρόνου και το γλυπτό «Ο κόσμοδ για τα παιδιά», ύψουδ 5 μ., τοποθετείται στην κεντρική είσοδο.
Ο έρωτας
Η ίδια αποδίδει το γεγονός ότι οι ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε δεν ήταν αντάξιες του ταλέντου τηw, εν μέρει, στο ότι δεν είχε την κατάλληλη καθοδήγηση. Ωστόσο, ο άντρας της είχε εγκαταλείψει την ιατρική για να γίνει ατζέντης της. «Μου έβαλε εμπόδια. Μου έκρυψε ότι με είχε ζητήσει ο Φελίνι για την “Ντόλτσε βίτα” και ο Μπουνιουέλ για τη “Βιριδιάνα”, με την πρόφαση ότι δεν μου ταίριαζαν οι ρόλοι», υποστηρίζει εκείνη. Κάπως έτσι, έπειτα από 22 χρόνια γάμου, το ζευγάρι χώρισε.
τζι5
Τότε δήλωσε στη Sunday Nirror: «Οι ιστορίες αγάπης μου έχουν προκαλέσει πόνο. Προτιμώ να συνεχίσω τη ζωή μου χωρίς αυτές. Ο γάμος μου διήρκεσε πολλά χρόνια, όμως δεν ήταν ποτέ πραγματικά ευτυχισμένος». Παρ’ όλα αυτά, διαρρέει στον Τύπο ένας άτυπος αρραβώνας με τον επιχειρηματία Τζορτζ Κάουφμαν το 1969. Το ειδύλλιο είχε άδοξο τέλος. «Παραείμαι περίπλοκη για έναν άντρα. Εξάλλου, αν είσαι ανεξάρτητη, ο σύντροφος είναι περιττός», δηλώνει.
Με κάθε ευκαιρία, καταφέρεται κατά του γάμου, αλλά το 2006 η 79χρονη τότε ηθοποιός ανακοινώνει ότι θα παντρευτεί τον κατά 34 χρόνια νεότερο της Ισπανό επιχειρηματία Χαβιέρ Ραφόλδ. «Ανέκαθεν είχα αδυναμία στους νεότερους άντρες. Είναι γενναιόδωροι και δεν έχουν κόμπλεξ», δηλώνει. Το ζευγάρι αποκαλύπτει πως είναι μαζί 22 χρόνια. Ο γάμος, παρ’ όλα αυτά, ματαιώνεται.
«Είχα πάντοτε πολλούς θαυμαστές, όμως ποτέ δεν γνώρισα τον μεγάλο έρωτα. Οι άντρες είναι ζηλιάρηδες, κτητικοί, φοβούνται τις γυναίκες που συνδυάζουν ομορφιά και εξυπνάδα. Ο Θεός μού έδωσε πολλά ταλέντα και ανύπαρκτη προσωπική ζωή. Αυτό είναι το τίμημα. Το έχω πια δεχτεί», δήλωσε σε συνέντευξη της στο ιδιωτικό τηλεοπτικό δίκτυο Canale 5.
Έξι δεκαετίες στο προσκήνιο
Έξι χιλιάδες εξώφυλλα, 70 ταινίες, 22 διεθνή βραβεία, 3 καριέρες. Όλα αυτά δεν έχουν γραφτεί μέχρι σήμερα σε μια επίσημη βιογραφία της. Εξαίρεση αποτελεί μια μη εξουσιοδοτημένη βιογραφία ενός ορκισμένου Βραζιλιάνου φαν της, του Λουί Κανάλ, με τίτλο «Imperial Gina». «Η Τζίνα Λολομπρίτζιντα είναι γυναίκα-φαινόμενο», γράφει ο Κανάλ. «Όχι μόνο επειδή υπήρξε εκπληκτικά όμορφη και ασυνήθιστα ταλαντούχος. Αλλά και γιατί η καριέρα της δεν χτίστηκε βασισμένη σε προκλητικές φωτογραφίσεις και σκανδαλώδη ειδύλλια, αλλά στον ασυμβίβαστο χαρακτήρα της. Επέλεξε τη σωστή στιγμή να αποσυρθεί από τα φλας της δημοσιότητας και κατάφερε να μην παρακμάσει, ακολουθώνταw πιστά το τρίπτυχο “δουλειά, αγάπη, φαντασία”».
Η τελευταία ταινία που αναγράφεται στο βιογραφικό της είναι του 1997, με συμπρωταγωνιστή τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ, και φέρει τον τίτλο «XXL». Η ζωή της με μία λέξη.·
ΤΗΣ ΣΕΜΙΝΑΣ ΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
/boraeinai.blogspot.gr

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *