Καημός δυσβάσταχτος η ξενιτιά, για το λαό μας, έκανε πολλές ελληνικές οικογένειες κομμάτια. Μέγα παράπονο για τους γονιούς και, κυρίως, για τη μάνα, να χάνει το παιδί της. Παλαιότερα, το ταξίδι για μακρινά μέρη διαρκούσε πολύ, τα μέσα και οι τρόποι επικοινωνίας ήταν ελάχιστα, κι αυτό έκανε τον πόνο αβάσταχτο. Μόνο ένα γράμμα έφτανε κάπου – κάπου, κι αυτό αποτελούσε το μοναδικό σημείο επαφής με τα αγαπημένα πρόσωπα στην ξενιτιά, γι’ αυτό και ο ταχυδρόμος έπαιζε, παλαιότερα, σημαντικό ρόλο στην ελληνική ύπαιθρο. Γονείς δε γνώρισαν τις συζύγους των παιδιών τους, ούτε αγκάλιασαν, ποτέ, τα εγγόνια τους. Αδέλφια, μέχρι και σήμερα, έχουν να ανταμώσουν 40 ή και 50 χρόνια. Πολλοί από τους ξενιτεμένους μας δε γύρισαν ποτέ και θάφτηκαν σε ξένο χώμα, καθώς η ξενιτιά, σαν άλλη Κίρκη, τους κράτησε, για πάντα, κοντά της.

Η δεκαετία του’ 50 ήταν όμως δεκαετία του γλεντιού για όλη την Ελλάδα. Και της μετανάστευσης…….. Τό­τε, θυμάμαι, σχεδόν κάθε βράδυ, είχαμε γλέντια. Ο πόνος της ξενιτιάς ερέ­θιζε το συναίσθημα και ξεσπούσανε σε γλέντια. Εκεί άκουσα πολλά τραγούδια……
Ο πόνος της ξενιτειάς περιγράφεται με τα πιο μελανά χρώματα. Τα βάσανα της ξενιτειάς είναι βαρύτερα κι από εκείνα του θανάτου των συγγενών και από εκείνα της αρρώστιας ή της αγάπης: «Την ξενιτειά, την ορφανιά την πίκρα, την αγάπη,/ τα τέσσερα τα ζύγιασαν, βαρύτερα είν’ τα ξένα./ Ο ξένος εις την ξενιτειά πρέπει να βάζει μαύρα/ για να ταιριάζει η φορεσιά με της καρδιάς τη λαύρα». Στα ξένα είναι πικρή η αρρώστια. Κανείς δεν φροντίζει τον ασθενή ξενιτεμένο. Κι αν το ριζικό του τού έγραψε να πεθάνει στην ξένη γη, κανείς δεν θα τον μοιρολογήσει. Άγνωστοι θα τον θάψουν σαν σκυλί, χωρίς παπά και ψάλτη, χωρίς κερί και λιβάνι: «Παρακαλώ σε, Κύριε, και προσκυνώ, θεέ μου,/ του ξένου δος του ξενιτειά κι αρρώστια μην του δίνεις./ Τι αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλάδια,/ θέλει μανούλα στο πλευρό, γυναίκα στο κεφάλι,/ θέλει κι αρσενικό παιδί, κρύο νερό να φέρνει./ Γω τι είδα με τα μάτια μου σ’ έναν αποθαμένον:/ Τον πήγαν και τον έθαψαν σαν το σκυλί στον τάφο,/ χωρίς θυμιάμα και κερί, δίχως παπά και ψάλτη,/ δίχως μανούλας κλάμματα, γυναίκας μοιρολόγια». Στην πατρίδα πίσω μένει μόνη μια μάνα, μια σύζυγος, μια αρραβωνιασμένη, μια αγαπημένη γυναίκα. Πικραίνεται και μαραζώνει για τον ξενιτεμένο και του λέει νοερά: «Ξενιτεμένο μου πουλί, χρυσό μου χελιδόνι,/ η ξενιτιά σε χαίρεται και ‘γω πίνω φαρμάκι./ Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδήσω;/ Σου στέλνω μήλο, σέπεται, τριαντάφυλλο μαδιέται,/ σταφύλι ξερογιάζεται, κυδώνι μαραγκιάζει./ Να στείλω και το δάκρυ σ’ ένα φτενό μαντήλι,/ το δάκρυ μ’ είναι καυτερό και καίει το μαντήλι./ Τι να σου στείλω, ξένε μου, αυτού στα ξένα πούσαι;». Ο ξένος θλιμμένος και κουρασμένος περιδιαβαίνει στην ξένη γη. Δεν έχει χαρές ζωής, έστω τις απλές: «Γλυκοχαράζουν τα βουνά κ’ οι όμορφες κοιμούνται,/ τα παλικάρια τα καλά, στα ξένα τυραγνιούνται,/ τους τρώει η λέρα το κορμί, και το κιμέρ’ τη μέση/ ανάθεμά σε ξενιτειά και ‘συ και τα καλά σου!».
Ο σημαντικότερος μουσικός εκφραστής των δυσκολιών που αντιμετώπισαν οι Έλληνες στο εξωτερικό ήταν και παραμένει ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο οποίος ερμήνευσε πολυάριθμα τραγούδια για την ξενιτιά. “Φεύγουν οι μετανάστες”, “Φεύγω με πίκρα στα ξένα”, “Μέσα στο τραίνο Γερμανίας- Αθηνών”, “Πικρό σαν δηλητήριο είναι το διαβατήριο”, “Το ψωμί της ξενιτιάς”, “Στις φάμπρικες της Γερμανίας”, “Ανάθεμά σε ξενιτιά”, “Στις φάμπρικες της ξενιτιάς” και “Φεύγει το καράβι”. Οι παραπάνω είναι μερικοί μόνο από τους τίτλους των τραγουδιών που “σφράγισε” με τη φωνή του ο Στέλιος Καζαντζίδης.

Γιος προσφύγων (ο πατέρας του ήταν ποντιακής καταγωγής και η μητέρα του μικρασιάτισσα), ο Στέλιος Καζαντζίδης ήταν από μικρή ηλικία κοινωνός των προβλημάτων των μεταναστών, γι’ αυτό και τα τραγούδια του “ξεχείλιζαν” από συναίσθημα. Σε αρκετές περιπτώσεις τα τραγούδια έγραψε μόνος του, ενώ σε άλλες συνεργάστηκε με σημαντικούς δημιουργούς, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Χρήστος Κολοκοτρώνης, ο Κώστας Βίρβος, ο Απόστολος Καλδάρας, ο Μανώλης Χιώτης και ο Θεόδωρος Δερβενιώτης.

Τα υπερωκεάνια «Πατρίς» και «Βασίλισσα Φρειδερίκη», ήταν αυτά που μετέφεραν, κυρίως, τα νιάτα τής Ελλάδας στην ξενιτιά, καραβιές – καραβιές. Ο αποχαιρετισμός στο λιμάνι τού Πειραιά, ως επί το πλείστον, και στο (παλαιό) αεροδρόμιο του Ελληνικού, αργότερα, θα μείνουν χαραγμένες, για πολλά χρόνια ακόμα, στη μνήμη των νεοελλήνων.
Το τραγούδι τής Ξενιτιάς αποτελεί αναπόσπαστο και σημαντικό κομμάτι της παράδοσης. Είναι θρόισμα του δέντρου τής Ζωής, που, αν και πνίγεται στο θόρυβο των «μεγάλων και των σημαντικών», οι Έλληνες το αφουγκραζόμαστε καθαρά. Γιατί αυτό το τραγούδι το έχουμε τραγουδήσει όλοι, και μας ακολουθεί στην περιπλάνησή μας, στην περιπέτεια που εμείς, οι ίδιοι, αποφασίζουμε: ποιο νόημα και περιεχόμενο, ποιο όραμα της δίνουμε, αλλά και τι κόστος έχει, δυστυχώς.
Ειδικότερα, μετά το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οι Έλληνες είμαστε «έτσι όπως», με όλα τα δεινά κι όλες τις συνέπειες, μα και λυτρώσεις, που αυτό (ξέρουμε, πλέον) ότι συνεπάγεται.
Η Ιστορική περίοδος δημιουργίας τής Δημοτικής Ποίησης ταυτίζεται, κυρίως, με τα χρόνια τής τουρκικής εισβολής και κατοχής. Ανάλογα έντεχνα και λαϊκά τραγούδια γράφτηκαν την περίοδο του ξενιτεμού των ελλήνων για οικονομικούς λόγους, εποχή που άρχισε στις αρχές του 1900 (κυρίως προς Αμερική) και κορυφώθηκε τη δεκαετία του ’60, για χώρες όπως: ΗΠΑ, Γερμανία, Αυστραλία, Καναδά, Λατινική Αμερική, Βέλγιο, Σουηδία, Κεντρική και Νότια Αφρική, και όπου αλλού έφτασαν οι Έλληνες στις εσχατιές τής Γης.
Η ξενιτιά, που ισοδυναμεί με θάνατο στα δημοτικά τραγούδια, περιγράφεται διαφορετικά στις νησιωτικές και τις ηπειρωτικές περιοχές: Στα νησιά, ο μισεμός είναι παροδικό φαινόμενο. Οι ναυτικοί φεύγουν και, συνήθως, ξανάρχονται στον τόπο τους, αν κι ενδέχεται να μην ξαναγυρίσουν ποτέ, χαμένοι στα κύματα ενός τραγικού ναυαγίου. Τα νησιώτικα δημοτικά τραγούδια αναφέρονται περισσότερο στο υγρό στοιχείο, στη θάλασσα που πνίγει τα καράβια. Αντιθέτως, στην ηπειρωτική Ελλάδα, η μετανάστευση αναφέρεται σε άλλα στοιχεία και, κάποτε, συνδέεται με τους τεχνίτες που περιόδευαν για δουλειά.

Χαρακτηριστικός είναι ο αποχωρισμός των σφουγγαράδων στην Κάλυμνο: Το απόγευμα της Κυριακής τού Πάσχα, γινόταν μεγάλη γιορτή, με τοπικούς χορούς, για το «φευγιό τους» στις αφρικανικές θάλασσες. Στο τέλος τής γιορτής χόρευαν το(ν) «Mηχανικό», χορό που αναπαριστά τα προβλήματα υγείας που ενδέχετο να συμβούν, ή και την απώλεια ζωής των σφουγγαράδων, από έλλειψη οξυγόνου στον οργανισμό τους, όταν βουτούσαν σε μεγάλα βάθη τής θάλασσας.
Το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων, σε πολλά χωριά της Μακεδονίας, οι άνδρες τραγουδούν, από σπίτι σε σπίτι, τα «κόλιαντα» (κάλαντα), στο τέλος των οποίων λένε ευχές ή και τραγούδια για τους ξενιτεμένους, αν η οικογένεια έχει συγγενείς στα ξένα. Στην Κοζάνη και στα Γρεβενά, τα συναντάμε περισσότερο Πάσχα, κυρίως από γυναίκες.
Ακόμη και την ώρα τής εργασίας ακούγονται τραγούδια τής ξενιτιάς, λ.χ. όταν μαζεύουν καπνό ή ελιές, στο θέρο, ή την ώρα που μια γυναίκα υφαίνει, και θυμάται τον απόντα αγαπημένο της:
Άσπρα μου περιστέρια, και μαύρα μου πουλιά/ όπου ψηλά διαβαίνετε/ για κοντοκαρτεράτε/ να γράψω ένα γράμμα, μια ψιλή γραφή/ να στείλω στην αγάπη μου, να μη με καρτερεί».
Από το ζωικό βασίλειο, τα πουλιά, και κυρίως τα αποδημητικά, παίζουν ρόλο μεσολαβητή στα δημοτικά μας τραγούδια. Τα πουλιά είναι πολύ έντονο σύμβολο, και κυρίως χελιδόνια και περιστέρια. Συνήθως αναφέρονται με τη γενική ορολογία, ως πουλιά: «Πουλάκι ξένο, ξενιτεμένο». «Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο, μωρέ ξένε μου».
Στα παλιά χρόνια, οι Έλληνες δεν περίμεναν ότι ο ξενιτεμένος θα επιστρέψει στην πατρίδα του. Γι’ αυτό και τα τραγούδια είχαν τόσο πόνο, ενώ χαρακτηριστική είναι η φράση: Ο ζωντανός χωρισμός είναι θάνατος, καθώς ποτέ δεν πιστεύουμε πως χάσαμε το αγαπημένο μας πρόσωπο, όπως γίνεται όταν κάποιος πεθαίνει. Παροιμιώδεις έμειναν πολλές αναφορές, κυρίως από την Ήπειρο, τόπο μισεμού πολύ μεγάλου, αναλογικώς, πληθυσμού, λόγω του άγονου εδάφους και της αργοπορίας απελευθέρωσης από τον τουρκικό ζυγό, όπως αυτή όπου ένας πατέρας ανέβαινε, κάθε μέρα, στο υψηλότερο σημείο τού χωριού, για να πει στο γιο του, που βρισκόταν στη Γερμανία, τα νέα τους, ενώ σε άλλη περιγράφεται «το πώς» κάποιες μάνες κίνησαν, ζαλωμένες με καλούδια, να πάνε πολύ μακριά, για να συναντήσουν, τις μέρες των Γιορτών, τα παιδιά τους. Ανάμεσά τους και μια νεαρή κοπέλα, που τα ξένα τής είχαν πάρει τον καλό της.
Ο αποχαιρετισμός τού μισεμού γέννησε διάφορα έθιμα. Αποβραδίς οι γυναίκες έστρωναν τραπέζι, στο οποίο συμμετείχε όλη η οικογένεια. Την επόμενη μέρα, την ώρα που έφευγε, ο δικός τους, για τα ξένα, του έδιναν φυλαχτά, μικρές εικόνες, κυρίως της Παναγίας, και φωτογραφίες. Έξω από την πόρτα έχυναν νερό για να’ ναι καθαρή (εύκολη) και η δική του στράτα. Τον συνόδευαν ως τα σύνορα του χωριού, απ’ όπου τον αγνάντευαν (κοιτούσαν από μακριά ή ψηλά), κουνώντας μαντήλια, κλαίγοντας, τραγουδώντας, ίσως και μοιρολογώντας. Γυναίκες ήταν, κυρίως, οι δημιουργοί και οι φορείς αυτών των τραγουδιών, που εκφράζουν πόνο, και θέτουν σε δεύτερη μοίρα τα πλούτη που, ίσως, αποκτούσε το αγαπημένο τους πρόσωπο στην ξενιτιά: «Ανάθεμά σε, ξενιτιά, και συ και τα καλά σου».
Στην Κρήτη, ο πόνος τού μισεμού εκφράζεται σε συνάξεις ανδρών, λ.χ. καφενεία ή γάμους, κυρίως με μαντινάδες και ριζίτικα: «Μάνα, πολλά μαλώνεις με, που φεύγω για τα ξένα».
πηγες haniotika-nea.gr/nooz.gr/diasporic.org

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *