ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ

Κάθε πράγμα χρωματίζεται ανάλογα με τον χρόνο που γίνεται, με τη διάθεση, τις συνθήκες που επικρατούν και από πολλά άλλα σημαντικά ή όχι.

Στον δρόμο για το βουνό, το τελευταίο χωριό που συναντώ καθώς ανηφορίζω για τα ψηλώματα, οι άνθρωποι, τα σπίτια, η πλατεία με το μαγαζάκι (1) καταμεσής, λίγο με απασχολούν μπρος στις παγωμένες κορφές, που αρχίζουν κιόλας να φαίνονται.

1
Χ. Μυρόφυλλο Τρικάλων στη βεράντα του μαγαζιού οι ντόπιοι μας φτιάχνουν και το πόδι, κάτω απ τις κορφές του Αλαμάνου Χατζή.

Τότε, ζητώ πληροφορίες  από τους ντόπιους και «ανυπόμονα» δεν βλέπω τη στιγμή να ξεκινήσω για πάνω.  Παρ όλο που είμαι διαβασμένος για τη διαδρομή, για το πέρασμα, για το μονοπάτι που αναφέρει ο χάρτης, εντούτοις, θέλω τη ντόπια κουβέντα, τις πληροφορίες των ανθρώπων του τόπου.  Συγχρόνως θέλω να δηλώσω την παρουσία μου ανάμεσά τους και να κάνω γνωστό το στίγμα μου και τους σκοπούς της προσπάθειάς μου. Μαθαίνω για τον τοπικό καιρό, για το κλείσιμο του μονοπατιού από χιονοστιβάδα, για το ύψος του νερού στη ρεματιά, για την κατάσταση της ορεινής στάνης στην πάνω λάκα και άλλα, ενώ δεν ξεχνώ να επαναλαμβάνω το όνομά μου και από πού είμαι..  Αμοιβαίως  χρήσιμα, πιο πολύ για μένα..

2
Οι κάτοικοι του χ. Μυρόφυλλου Τρικάλων στη βεράντα του μαγαζιού.

Όταν όμως κατηφορίζοντας, επιστρέφοντας απ τις ψηλές κορφές και συναντώ το χωριουδάκι, μετά από μέρες περιπλάνησης τότε όλα φαίνονται ξέχωρα και το κάθε τι παίρνει τη θέση του και τον χρόνο που του αξίζει.  Ο χώρος με τον χρόνο βρίσκουν τη δικαίωσή τους.

Μιλάω για το μαγαζάκι (1α) στο ορεινό χωριό, όπως το συναντά κανείς μετά από μια περιπέτεια στα ψηλώματα του βουνού.  Όσο πιο πολλές είναι οι μέρες της μοναξιάς στις παγωμένες κορφές ή στις ανεμοδαρμένες ράχες τόσο πιο έντονη γίνεται η επιθυμία σου, σαν έχεις πάρει για τα καλά τον δρόμο που θα σε φέρει στο κοντινό χωριό, για να βρεθείς ξανά στην ζεστασιά των ανθρώπων.  Δεν κρατιέσαι.   Είναι τότε που κάθε κούραση, κάθε πρόβλημα ή εμπόδιο ξεπερνιέται καθώς τα βήματα μικραίνουν την απόσταση που χωρίζει τις ψηλές κορφές από τα χαμηλώματα.

3
Στο χ. Μαυρολιθάρι Φωκίδας

 Είναι κιόλας η στιγμή που τα γαυγίσματα των σκύλων θα σε προαναγγείλουν και θα σε «παραλάβουν» με άγριες διαθέσεις.  Στα πρώτα σπίτια θα ξεπροβάλλουν κεφάλια ξαφνιασμένα από την παρουσία ξένου, καταχείμωνο, που όμως σαν χαιρετήσεις θα σου ανταποδώσουν με το παραπάνω την κουβέντα σου.  Οι ντόπιοι θα αφήσουν ό,τι δουλειά και να κάνουν και θα κοιτάξουν να πλουτίσουν τον πρώτο διστακτικό χαιρετισμό.  Φυσικά εσύ θα ρωτήσεις για την πλατεία και για το μαγαζάκι, και αυτοί «από πού είσαι πατριώτη», «από πού βρέθηκες εδώ», «τι δουλειά κάνεις», «πώς και στον τόπο μας»;..  Θα σου δείξουν τον δρόμο και χωρίς να το καταλάβεις, θα σ’ ακολουθήσουν μέχρι κει που πας.  Στοχεύεις με βάση την εκκλησία, όπου φτάνοντας, στο ξάνοιγμα της πλατείας, γύρο από τον πλάτανο, τη βρύση που τρέχει μέρα-νύχτα, στην πρώτη σειρά των σπιτιών το μαγαζάκι.

4
Το μαγαζί του Ναπολέοντα Ζάγκλη, Καλαρρίτες Ιωαννίνων

Το μαγαζάκι του μικρού χωριού δεν κραυγάζει αλλά ξεχωρίζει.  Έχει δεν έχει ταμπέλα, μονόροφο ή διπλό, καμινάδα που καπνίζει, άντε νάχει και μια τζαμαρία αλλά πόρτα σίγουρα…

Σαν ανοίξεις το μάνταλο της ξύλινης παλιάς πόρτας, βρίσκεσαι σ’ έναν άλλο κόσμο, που σε υποδέχεται με το χαρακτηριστικό τρίξιμο. Όσοι είναι μέσα στρέφονται να κοιτάξουν την πόρτα που άνοιξε και τι καινούργιο τους έφερε.

5
Γλεντάκι στο μαγαζί του Ναπολέοντα, Καλαρρίτες Ιωαννίνων

Όλα εδώ δουλεύουν με τέτοιο τρόπο που στην κλειστή κοινωνία του χωριού δεν υπάρχουν μυστικά.  Το τρίξιμο είναι μέρος του τόπου και δεν λείπει. Ακόμη και αν η πόρτα δεν έτριζε, το ξύλινο πάτωμα θα ήταν αυτό, που θα φρόντιζε να κάνει αισθητή την παρουσία σου στο χώρο.

6
Στο μαγαζι, Καλαρρίτες Ιωαννίνων

Με τα πρώτα χαιρετίσματα και καλωσορίσματα στους παρευρισκόμενους χωριανούς, ανάμεσα σε φωνές, που για μια στιγμή καταλαγιάζουν, βολεύεις τα πράγματά σου απαντώντας από μόνος σου σε όσα ήθελαν να μάθουν γρήγορα, διευκολύνοντας έτσι κατά πολύ τα πράγματα.  Είναι και αυτός ένας τρόπος προσέγγισης των ανθρώπων στα χωριά να δώσεις την ευκαιρία να καταλάβουν ότι και εσύ ο ξενόφερτος μιλάς την γλώσσα τους, ότι γνωρίζεις κάποια πράγματα, ότι είσαι και εσύ από χωριό και ας χώθηκες στης μεγαλούπολης το κάστρο.  Τα νέα που φέρνει ένας ξένος στον τόπο τους είναι πολύ σπουδαία γι αυτούς μπροστά στην αδιατάραχτη πραγματικότητα της μικρής κοινωνίας του χωριού.

Γρήγορα όλα παίρνουν τον δρόμο τους.  Κουβέντες, γέλια, πειράγματα και πάνω απ’ όλα η φωνή του μαγαζάτορα να μαλώνει τους συγχωριανούς του να αφήσουν να πάρει ανάσα ο φιλοξενούμενός τους.

Είναι τόσο ζεστά και φιλικά τα ανθρώπινα λόγια που ξεδιπλώνονται μέσα στο μαγαζάκι, μετά από αυτές τις ψηλές παγωμένες κορφές!

7
Στο χ. Ραφταναίοι Δυτικών Τζουμέρκων, νομού Ιωαννίνων

Όση ώρα οι χωριανοί γυροφέρνουν τα νέα που τούς έφερες, βρίσκεις την ευκαιρία να χωθείς στην ξύλινη καρέκλα κοντά στην σόμπα που καίει και να το απολαύσεις.  Αφήνεις την ματιά να γυροφέρει στο εσωτερικό του μαγαζιού, μέχρι κάποιο πρόχειρο φαγητό να ετοιμαστεί για σένα.  Μέχρι να γίνει αυτό κάποιος έχει κεράσει ένα γύρο τα ποτά. Θέλεις να ανταποδόσεις την χειρονομία και σηκώνοντας το χέρι κάνεις νόημα στον μπάρμπα-Γιώργη, εννοώντας «μία από τα ίδια», αμέσως όμως εγκαταλείπεις την σκέψη σου, γιατί έστω και την τελευταία στιγμή αντιλαμβάνεσαι ότι θα παρεξηγηθείς.  Έχουν κιόλας αγριέψει οι χωριανοί που σε μαλώνουν, τονίζοντας ότι στο χωριό τους κάθε ξένος είναι φιλοξενούμενός τους.  Τούτες οι στιγμές μετά από μέρες κουραστικής προσπάθειας και έντασης είναι αυτό που θα αποζητούσε κανείς πιότερα.  Αυτή η ζεστασιά με τους ανθρώπους του απομονωμένου χωριού είναι πιο δυνατή και απ’ αυτή της μεγάλης στόφας που καίει στη μέση.

8
Στο μαγαζί του χ. Ραφταναίοι Ιωαννίνων

Είναι η ανθρώπινη επαφή που αποζητάς μετά από μέρες απομόνωσης.  Είναι η διπλή χαρά, που απορρέει από την ολοκλήρωση της διαδρομής σου  στα ψηλά, μαζί με την αυθόρμητη τάση να μοιραστείς με τους συνανθρώπους σου αυτό που έκανες.

Το μαγαζάκι είναι ένας χώρος συνάντησης και ανταλλαγής για το χωριό, ένας χώρος κοινός για όλους, είναι ένα είδος παντοπωλείου και καφενείου μαζί.  Είναι όλο το χωριό συμπυκνωμένο εδώ.

9
Μοναστηράκι Αγράφων νομού Ευρυτανίας

Γύρο στα ξύλινα ράφια αραδιασμένα τα πιο απίθανα πράγματα.  Πράγματα που έχουν ξεχαστεί, αφανιστεί από τις μεγαλουπόλεις.  Εδώ βρίσκεις από βελόνα μέχρι ψάρια.  Όλα στοιβαγμένα ανάλογα με τις ανάγκες ζήτησης.  Μπροστά ο παστωμένος μπακαλιάρος και οι ρέγκες, άθε λογής όσπριο, η ζάχαρη, ο καφές, το αλάτι.

10
Στο μαγαζί του Χρήστου Μπακογιάννη, χ. Μοναστηράκι Αγράφων

Ψηλότερα οι ντενεκέδες, σωροί οι τριχιές και οι αλυσίδες και πιο πέρα τα λαμπόγυαλα.  Μέσα σε ανοιχτά συρτάρια  οι δαντέλες, οι βελόνες και οι κλωστές και από πάνω οι μπογιές.  Από το ταβάνι κρέμονται τα λουκάνικα και για πρώτη ζήτηση το ταψί με την «ψύχα» των καρυδιών απαραίτητη για τα γλυκά του Πάσχα που πλησιάζει.

Ανάμεσα σε όλα αυτά, στην γωνία, χώρος για κουζινικά με την βρύση και πιο πέρα το πετρογκάζ για ιδιαίτερες ανάγκες.  Σε βολική μεριά για τον μπάρμπα-Γιώργη ο χώρος με τα σύνεργα για τα καφεδάκια.  Ο καφές εδώ ακόμη ψήνεται στην άμμο, όπως και το τσίπουρο σερβίρεται ζεστό, «αν θες σου βάζω και ολίγη ζάχαρη».

11
Στον οικισμό Βαρβαριάδα Αγράφων Ευρυτανίας

Πιο κει το ντιβάνι –είναι και σπιτικό συγχρόνως– και οι καρέκλες με τα τραπέζια.  Καταμεσής η αυτοσχέδια ξυλόσομπα καμωμένη από φιάλη πετρογκάζ –η φτώχια τέχνες κατεργάζεται– με ανάλογα μπουριά, και κοντά σ’ αυτά η φωτογραφία κάδρο του παππού του μπάρμπα-Γιώργη, να ζεσταίνεται κοιτάζοντας από ψηλά.

12
Βαρβαριάδα Αγράφων

«Από τον «προπάππο μου τόχουμε και το κρατάμε ακόμη».    Πολλών χρήσεων από ΓΕΝΙΚΟΝ ΕΜΠΟΡΙΟΝ  μέχρι το καφενεδάκι της μικρής κοινωνίας, με τις ψάθινες καρέκλες, τους παλιούς μουσαμάδες, τα ράφια με τις σκονισμένες φιάλες, εκτός από φορείς παράδοσης είναι εστίες συλλογικής ζωής.  Τόποι συνεύρεσης  ανθρώπων και αντικειμένων, πολλαπλών χρήσεων, σ ένα μικρό χώρο.  Στα μαγαζάκια αυτά του ορεινού χώρου, οι άνθρωποι των μικρών κοινωνιών, που λειτούργησαν, βοήθησαν  κόσμο και κοσμάκη.  Μετά την εκκλησία και το σχολείο, το μαγαζί είναι εκείνο στάθηκε εκεί, συμπαραστάτης του απομονωμένου ανθρώπου.  Με τα χρόνια το χωριό έχασε τον παπά του, το σχολείο έκλεισε, και το μαγαζάκι, σε πείσμα των καιρών αντιστέκεται .  Μπορεί να χάθηκε η αίγλη αλλοτινών χρόνων, αλλά αυτό είναι εκεί.  Χώρος μάζωξης των κατοίκων, περαστικών, ενός τσίπουρου στάση, και χωρίς πολλά –πολλά στο πότε στήνεται και γλεντάκι.

13
Γλέντι στο μπάρμπα Λάμπρου το μαγαζάκι

Σήμερα αυτά τα λιγοστά εναπομείναντα μαγαζάκια στα ορεινά χωριά μας, κοιτίδες πολιτισμού, έρχονται από το παρελθόν συμπορεύονται με τους ανθρώπους αδιαφορώντας για την εξέλιξη των καιρών μας.

Η εσωτερική διακόσμηση, που όπου υπάρχει ελεύθερος χώρος σε τοίχο, βλέπει κανείς κάδρα με φωτογραφίες προπάππων, των παιδιών τους όταν ήταν φαντάροι, χάρτες του τόπου, αφιερώματα από τους χωριανούς,  γνωμικά σε λαδόκολλα αγκιστρωμένα στον τοίχο και, στα ορεινά της Πίνδου, πρωτοστατούν οι μορφές των ηρώων των Κατσαντώνη και Πατροκοσμά..

14
Στο Περιβόλι Γρεβενών

Ανάμεσα σε αντικείμενα και ανθρώπους, η ματιά μου περιδιαβαίνει παραδομένη στα παλιά αντικείμενα, τα ξύλινα έπιπλα, τα εργαλεία, ρολόγια, τη σόμπα που είναι ιδιοκατασκευή σοφής μεταποίησης άλλου αντικειμένου (βαρέλι ή θερμοσίφωνας) για να μετατραπεί σε σόμπα που πετυχαίνει άριστα το τελικό σκοπό, αφίσες, ζυγαριές κλπ.

Οι εικόνες του τοίχου μοιάζουν στεριωμένες σε ένα σκηνικό, που τις περιβάλλει και τις περιέχει, προδίδοντας ήρεμη εξοικείωση με τις διεργασίες του χρόνου.  Καθώς εναρμονίζονται  με την ατμόσφαιρα και την ηλικία των χώρων, δυσκολεύεται να αποφασίσει κανείς αν απλά ενοικούν στους χώρους ή είναι φύλακες  ενός κόσμου τον οποίο διατηρούν στη ζωή και εξ αιτίας του οποίου διατηρούνται οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες, καθώς είναι άρρηκτα συνυφασμένοι μαζί τους.  Τα ράφια με τα είδη πρώτης ζήτησης και ανάγκης, στο απομονωμένο ορεινό χωριό, τα φθαρμένα ξύλινα ταβάνια με τους γυμνούς λαμπτήρες και κείνο το μυστηριακό φως που κιτρινίζει όχι από το πέρασμα του χρόνου, αλλά από τον καπνό των τσιγάρων.

Τούτα τα μαγαζάκια, πάνω από έναν αιώνα ζωής, κουβαλούν μέσα τους την δική τους ιστορία και μαζί την ιστορία του τόπου.  Και τι δεν θα είχαν να πουν σαν μιλούσαν.  Το ηλεκτρικό ρεύμα έφτασε στο χωριό πρόσφατα, μόλις τα τελευταία χρόνια και όμως εδώ μέσα όλα μοιάζουν να μην το πιστεύουν, να μην βλέπουν την αξία του.  Οι λάμπες του πετρελαίου και τα λυχνάρια παραμένουν στην θέση τους και δεν χάνουν την ευκαιρία να το φωνάζουν με κείνο τον μελαγχολικό τρόπο που ταιριάζει απόλυτα με το εσωτερικό του μαγαζιού.  Δεν είναι λίγες οι φορές που το χωριό δεν έχει ρεύμα.

Το εσωτερικό ενός τέτοιου μαγαζιού δεν σ’ αφήνει να πάρεις ανάσα, όσο κουρασμένος κι αν είσαι.  Σε ερεθίζει, σε τσιγκλάει, θέλοντας να σου δείξει όλους τους θησαυρούς του.  Μέχρι και ολόκληρη γωνιά από έργα του τόπου παραδοσιακής κληρονομιάς (εργαλεία γεωργικής και ποιμενικής τέχνης) και όσα δεν χωράνε μπορείς να το δεις να στέκονται απ έξω.  Το μάτι πέφτει στον καθρέπτη του τοίχου που κρατάει σπουδαία θέση.  Κομμάτι παλιό, ποιος ξέρει από πού φερμένο, στολισμένο με γιρλάντες, φιλοξενεί ολόγυρα στην κορνίζα φωτογραφίες χωριανών μίας ολάκερης ζωής.  Φαίνεται ότι όσοι δεν μπορούν να βρίσκονται εδώ είτε γιατί μετανάστευσαν είτε γιατί μετακόμισαν στον άλλο κόσμο φρόντισαν με την φωτογραφία τους να είναι παρόντες.  Ποίος θάθελε να απουσιάζει από τέτοια παρέα!

Η κουβέντα στο μαγαζάκι έχει ανάψει για τα καλά.  Το δικό μου πρόσωπο είναι πια ξαναμμένο.  Θέλεις η ζεστασιά, θέλεις το χαλάρωμα, θέλεις το κρασάκι εναλλασσόμενο με το ζεστό ρακί, θες οι ανθρώπινες κουβέντες είναι κιόλας πολλά για μένα.

Η κυρία Μαρία σερβίρει το φαγητό χαμογελώντας.  Ήταν ό,τι ωραιότερο μπορούσε να αποζητήσει κανείς.  Ποτέ δεν είχε συμβεί πριν φάω να έχω χορτάσει.  Έχω χορτάσει με τις κουβέντες των ανθρώπων, έχω ζεσταθεί βαθιά μέσα μου με την υποδοχή-φιλοξενία, με τον τρόπο και τα λόγια τους.  Οι κουβέντες γύρω μου δίνουν και παίρνουν για το ύψος του χιονιού, για το πότε θα λιώσουν τα χιόνια, εάν ο έλατος είναι πεσμένος στο μονοπάτι, εάν βγήκα κατάστηθα στην ψηλή κορφή, και με τους λύκους που φάνηκαν φέτος στα βουνά τους, τι να έγινε.  Τώρα, καθώς έχω περπατήσει στα λημέρια τους, κάθε κουβέντα, κάθε τοπωνύμιο το καταλαβαίνω, και έτσι μέσα απ’ τα λόγια τους παίρνω τις απαντήσεις σ’ αυτά που με είχαν απασχολήσει νωρίτερα στην περιπλάνησή μου.

15
Στο χ. Μάραθος Αγράφων

Οι απόψεις αντικρουόμενες.  Είμαι ψόφιος από την κούραση.  Το φαγητό στο τραπέζι με καλεί, τα μάγουλα έχουν ψηθεί, τα μάτια βαριά και το κεφάλι από ώρα μακριά.

Πρέπει να φάω για να τιμήσω την χαρά και το δόσιμο αυτών των ανθρώπων.  Για μένα είναι το λιγότερο που έχω να κάνω γι’ αυτούς, που έχουν κάνει κι όλας τόσα.  Οι ερωτήσεις συνεχίζουν να πέφτουν βροχή.  Τα γέλια με τα πειράγματα δένουν με το κρασί και τον καπνό και εγώ εγκαταλείπω κάθε προσπάθεια να ξεφύγω.

Έχω ολοκληρώσει τη μοναχική μου χειμερινή διάσχιση στα ψηλώματα και καθηλωμένος στο μαγαζάκι του χωριού αδυνατώ να ξεπορτίσω.   Ο δρόμος της επιστροφής στην πόλη φαίνεται πια μακρινός και η διάσχιση μέχρι να φτάσω στην πόρτα του μαγαζιού, ακόμη πιο δύσκολη κι απ αυτή του βουνού.

Τάκης Ντάσιος, 2002

Ενδεικτική βιβλιογραφία

Γούλα Γεωργ. Δημοσθένη1946: Η Ευρυτανία  και τα προβλήματά της, Αθήνα

Μακρή Α. Γιώργου-Παπαγεωργίου Π. Στέφανου1990: Tο χερσαίο δίκτυο επικοινωνίας στο κράτος του Αλή πασά Τεπελενλή, ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας και απόπειρα δημιουργίας ενιαίας αγοράς, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα

Ράπτη Ελ. Δημητρίου1994: Το Μυρόφυλλο Τρικάλων (1880—1980), φυσικό περιβάλλον και παραγωγικές δραστηριότητες, εκδ. ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, Άρτα

Δεσύλλα Νίκου1994: Ήπειρος, αισθητική περιπλάνηση στο χώρο, εκδ. Σύνολο, Μ. Καρατάσσου & Σία Ο.Ε., Αθήνα

Χαρίση Αθ. Απόστολου1996: Επαγγέλματα που χάνονται, 2η έκδοση, εκδ. Δημιουργία, Αθήνα

Ξηραδάκη Κούλα1997: Οι ξακουστοί πραματευτάδες, ένα πανάρχαιο επάγγελμα, πανηγύρια, παζάρια, καραβάνια, χάνια, εσνάφια.  Οι πραματευτάδες στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού και ο ρόλος τους στην οικονομία, στην κοινωνία, στα γράμματα και στην Επανάσταση του 1821, εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα

Βέργα Κώστα1997: Λατρεία στον κύκλο του χρόνου, εκδ. Βέργας

Παπαδημητρίου Ι. Δημητρίου1998: Οι Ραφταναίοι , Ιωάννινα

Ντάσιου Τάκη1999: Στ΄ Άγραφα, εκδ. Μίλητος, Αθήνα

Μιχαλόπουλου Αριστείδη (Διεύθυνση σειιράς)2003: Ζαγοροχώρια, ένας πλήρης ταξιδιωτικός οδηγός (Αρχαιολογικοί χώροι, Ιστορία, Χάρτες, Ξενοδοχεία, πεζοπορία, Αρχιτεκτονική, Μοναστήρια, Φύση) εκδ, Explorer

Παυλίδη Αβραάμ2004: Εστίες παράδοση, εκδ. Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης

Νιτσιάκου Βασίλη-Ᾱράπογλου Μιχάλη2004: Τα ποτάμια της Ηπείρου, τόποι και δρόμοι των νερών, των ανθρώπων και των πολιτισμών, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα

Ανδρούδη Πασχάλη: Χάνια και καραβάν-σεράγια στον ελλαδικό χώρο και στα Βαλκάνια, εκδ. Πολιτιστική Ολυμπιάδα –Οργανισμός Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού Α.Ε.

Ντρενογιάννη Γιάννη2007: Ορεινοί οικισμοί, σειρά: οι θησαυροί της Ελλάδας, εκδ. ΤΑ ΝΕΑ, Χορηγός Υπουργείο Τουριστικής Ανάπτυξης, Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού

Προβόπουλου Γ. Ηλία2007: Ορεινή πατρίδα, στην Πίνδο, στον Άσπρο (Αετός, Αρματολικό, Λαφίνα, Κορυφή, Νεράϊδα, Παχτούρι), σειρά: Μικρές Πατρίδες της Ελλάδας, έκδ. Διευρυμένης Κοινότητας Νεράϊδας Τρικάλων, Αθήνα

Οδηγός Δήμων Κοινοτήτων Οικισμών Ελλάδος, με βάση την απογραφή πληθυσμού του 1991, εκδ. «Ελληνοεκδοτική»

Στερεά Ελλάδα2009, Οδικός και περιηγητικός Άτλας, κλίμακας 1: 50.000, εκδ. ΑΝΑΒΑΣΗ

Νέζη Νίκου2010: Τα Ελληνικά βουνά, γεωγραφική εγκυκλοπαίδεια, Ηπειρωτική Ελλάδα (Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία, Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη), τόμος 2, έκδ. Ε.Ο.Ο.Α. & Κληροδότημα Αθ. Λευκαδίτη

Σταματελάτου Μιχαήλ, Βάμβα-Σταματελάτου Φωτεινή2012: Γεωγραφικό λεξικό της Ελλάδας, τόμοι Α, Β. Γ΄ ειδική έκδοση για την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη

Παραπομπές

(ορεινά συγκροτήματα και οικισμοί)

(1) Μαγαζάκι ή παντοπωλείο ή καφενείο ή πρώην χάνι και κατάλυμα, ή μαγαζί «Γενικού εμπορίου» συναντά κανείς σε κάμποσα ακόμη ορεινά χωριά,  όπως: Μαυρολιθάρι Φωκίδας, Μυρόφυλλο Τρικάλων, Καλαρρίτες Ιωαννίνων, Βαρβαριάδα Αγράφων και πέριξ της Αγραφιώτικης ποταμιάς, Ραφταναίοι Ιωαννίνων, Περιβόλι Γρεβενών  και αλλού

(1α) «Βουνό Χατζή της Νότιας Πίνδου και το χ. Μυρόφυλλο.  Μεγάλος ορεινός όγκος στα ΝΔ. του νομού Τρικάλων, που περικλείεται από τον ποταμό Αχελώο (Βόρεια-δυτικά-νότια) και τα ρέμα Βαθυρρεύματος (βόρεια) και Αρέντας (ανατολικά).  Από το ΒΔ. άκρο των Αγράφων (βουνό Τούρλα, ύψ. 1.781 μ.) χωρίζεται με τον αυχένα/διάβαση (ύψους 1.230 μ.) απ όπου διέρχεται ο δρόμος Μοσχόφυτο (Καρνέσι) -Μεσοχώρα (Βιτσίστα).  Παλιά, στην χαρτογραφία το βουνό το ανάφεραν ως Κορυφή, οι δε νεότεροι χάρτες ως Χατζή. Η ψηλότερη κορφή του είναι η Χατζή, ύψους 2.038 μ.  Άλλες κορφές Αλαμάνος, ύψ.1875 μ., Βρωμερή, ύψ.1.945 μ., Κριθαράκια ύψ. 1.589 μ., που δεσπόζουν άνωθεν του χ. Μυρόφυλλο» (Νέζη Νίκου 2010: τ.2, σ. 279).  Το χ. Μυρόφυλλο (Μυρόκοβο), υψ. 700 μ. βρίσκεται στα ΝΔ. του νομού Τρικάλων και απέχει οδικώς 85 χιλ. από την Άρτα και 95 χιλ. από τα Τρίκαλα.  Στα 1928 είχε 796 κατοίκους, 1940 .> 851, 1951 > 630, 1961 > 618, 1971 > 535, 1981 > 128, 1991 > 249 (Σταματελάτου Μιχαήλ2012: 252).

Παλιά γυρίζοντας στη περιοχή, ανάμεσα στον ποταμό Αχελώο και τα βουνά  Περιστέρι βουνά του Ασπροποτάμου, έχω σπάσει το πόδι μου.  Μετά από μέρες ανεβοκατεβαίνοντας βουνά και ποτάμια, καταλήγουμε στο χ. Μυρόφυλλο.  Στο μαγαζάκι του χωριού, οι άνθρωποι μου έφτιαξαν το πόδι, άνοιξαν τα σπίτια τους και μαγείρεψαν, μας τάισαν, μαζεύτηκαν όλοι και μας ορμήνευσαν και τέλος μας κατευόδωσαν στο μακρύ ταξίδι μας.  Ένα ευχαριστώ από καρδιάς μου είναι λίγο γι αυτούς τους απομονωμένους ανθρώπους των ορεινών μας

Βουνά Οίτη,  το χ. Μαυρολιθάρι Φωκίδας.  «Μεγάλο ορεινό συγκρότημα στο δυτικό τμήμα του νομού Φθιώτιδας.  Η ονομασία Οίτη είναι αρχαία, όπου σε κείμενα του 19ου αιώνα, η Οίτη αναφερόταν ως Καταβόθρες ή Καταβόθρα.  Η ψηλή κορφή του είναι ο Πύργος, ύψ. 2.152 μ.  Η Οίτη είναι κατάφυτη από έλατα, μαυρόπευκα, δρύες, πουρνάρια, κέδρους κ.ά. είδη.   Από τα 1966 ανακηρύχθηκε εθνικός δρυμός (ΦΕΚ 56Α/1966). Μαζί με το φαράγγι του Γοργοπόταμου, έχουν ενταχθεί στο δίκτυο προστατευόμενων περιοχών Natura 2000.  Η Οίτη έχει χαρακτηριστεί και σημαντική περιοχή για τα πουλιά» (Νέζη Νίκου2010:τ. 2, σ.183)  Το χ. Μαυρολιθάρι, ύψ. 1.140 μ. οικισμός στις νότιες πλαγιές της Οίτης του νομού Φωκιδας.  Στα 1928 είχε 861 κατοίκους, 1940 > 776, 1951 > 325, 1961 > 207, 1071 > 121, 1981 > 215, 1991 > 222.

Περιτριγυρίζουμε χειμωνιάτικα στην Οίτη, στην Καταβόθρα και στο φαράγγι του Γοργοπόταμου και η νύχτα μας βρίσκει να έχουμε χαμηλώσει στο χωριό Μαυρολιθάρι.  Στο μαγαζάκι του χωριού, τρώμε, ζεσταινόμαστε και κοιμόμαστε, αλλά μέχρι τότε, μαθαίνουμε για τους αντάρτες, για τη συγκέντρωση των ανταρτών στο χωριό, για τους ανθρώπους που έλαβαν μέρος στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου

Λάκμος (Περιστέρι)  και χ. Καλαρρίτες.  Ορεινό συγκρότημα στη ΝΑ. πλευρά του νομού Ιωαννίνων, αποτελεί μέρος της Νότιας Πίνδου.  Χωρίζεται από το συγκρότημα της Κακαρδίτσας με τον αυχένα Μπάρος (1.940 μ.).  Η ψηλότερη κορφή του είναι η Περιστέρι ή Τσούκα Ρέλα, ύψ. 2.294 μ.   Ο Λάκμος έχει δάση από έλατα, οξιές και δρύες, έχει ενταχθεί στο δίκτυο προστατευόμενων Natura 2000 και έχει χαρακτηριστεί σημαντική περιοχή για τα πουλιά.  Στα νότια του βουνού, συναντάμε το χ. Καλαρρίτες.  Χ. Καλαρίτες (Καλαρρύτες ή Καλάρρυτα), ύψ. 1.120 μ. οικισμός στις πλαγιές του Λάκμωνα, νομού Ιωαννίνων. [Μαζί με το γειτονικό Συρράκο είναι απ τα ομορφότερα ορεινά χωριά της χώρας μας].  Στα 1928 είχε 428 κατοίκους, 1940 > 985, 1951 > 277, 1961 > 230, 1971 > 162, 1981 > 144, 1991 71.  Οι Καλαρίτες υπάρχουν από τον 15ο αι. έχουν προνόμια από τις αρχές του 16ου αι. και έως το 1803 είναι πρωτεύουσα μιας μικρής τοπικής ομοσπονδίας.  Γνώρισαν ακμή τον 18ο αι. με το εμπόριο υφαντών, μεταξιού και ιδίως των προϊόντων της βιοτεχνίας χειροτεχνίας που είχαν αναπτύξει: κυρἰως έργων αργυροχοϊας και χρυσοκεντημάτων για ενδυμασίες.  Υπάρχει άποψη ότι τα καλύτερα έργα της νεοελληνικής αργυροχοΐας βγήκαν από εργαστήρι, αλλά και τεχνίτες των Καλαρριτών (και του Σιράκου), από τους οποίους γνωστότεροι είναι ο Αθανάσιος και Νικόλαος Τζημούρης, ο Γεώργιος Διαμάντης-Μπάφας, οι αδελφοί Παπαγεωργίου.  Η δύση των Καλαρριτών έρχεται με την επανάσταση του 1821, οι Καλαριτινοί επαναστατούν και οι Τούρκοι καταπνίγουν κάθε κίνηση, καίνε (29-06-1821) τους Καλαρίτες (και το Σιράκο) και οι κάτοικοί τους διασκορπίζονται στην Ελλάδα και το εξωτερικό.  Από τότε οι Καλαρρίτες δεν θα γνωρίσουν την παλιά ακμή.  Οι τεχνίτες θα συνεχίσουν την καλλιτεχνική τους παράδοση στα Επτάνησα, όπου κυρίως θα καταφύγουν, αλλά και στο εξωτερικό.  Πρόσωπα: Γεννήθηκαν:  Δαβαρούχας Δημήτριος, ασημουργός, τέλη 180υ αι. οι Λάμπρος Παύλος, νομισματολόγος, πατέρας του ιστορικού Σπυρίδωνα Λάμπρου, 1820, Μπάφας Γεώργιος ασημουργός, 1784, Ραφτάνης Σέργιος, τυπογράφος, εκδότης, συγγραφέας, π. 1815, Τζημούρης Αθανάσιος, χρυσικός, μέσα 18ου αι.»  (Σταματελάτου Μιχαήλ2012:10)

Γυροφέρναμε για μέρες στα Τζουμέρκα και καταλήγουμε στο χ. Καλαρίτες, στο μαγαζί του Ναπολέοντα Ζάγκλη.  Στη πλατεία του χωριού, τα λέμε ως φίλοι γνώριμοι από παλιά και σύντομα βρισκόμαστε σε γλεντάκι με όργανα, με όλους, όσους κατοίκους βρίσκονται στο χωριό.

Άγραφα: «Περιοχή της Νότιας Πίνδου, αποτελεί κοιτίδα ορογένεσης και μουσείο φυσικής – πολιτισμικής ιστορίας, καθώς πάνω  τους μπορεί να διακρίνει κανείς εύκολα τη ζωντανή, όσο και διαχρονική εξέλιξη βουνών και ανθρώπων.  Στ Άγραφα, η κυριαρχία των βουνών είναι καθοριστική!.  Τα Άγραφα γεωγραφικά τοποθετούνται στα νότια του νομού Καρδίτσα και στα βόρεια του νομού Ευρυτανίας και αποτελούν ένα ενιαίο γεωγραφικό χώρο με ίδια πολιτισμικά στοιχεία.  Λένε οι παλιοί, ότι όταν ο Θεός έφτιαχνε τον κόσμο, πήρε μια χούφτα από χώμα και το πέρασε σε «σίτα».  Το εύφορο πέρασε απ αυτήν και έγιναν οι κάμποι, οι πέτρες και τα χοντράδια έπεσαν στην γη και γεννήθηκαν τα ΄Αγραφα.  Βουνά εντυπωσιακά καθηλώνουν στη θέα, ντυμένα με μύθους και παραδόσεις, που χάνονται στα βάθη των αιώνων.  Στα ριζά των βουνών, ονομαστά ποτάμια τρέχουν, όπως ο Μέγδοβας, ο Αγραφιώτης, ο Γρανιτσιώτης, ο Αχελώος και πολλά άλλα μικρότερα, δημιουργώντας ένα ξεχωριστής ομορφιάς ορεινό τοπίο, πλούσιο σε χλωρίδα και πανίδα.  Φωλιασμένα γερά πάνω τους χωριά παραδοσιακά, οικισμοί απίστευτης ομορφιάς και αγροικίες στα πιο απίθανα σημεία, σηματοδοτούν την πρώτη προσέγγιση γνωριμίας του χώρου»  (Ντάσιου Τάκη1999:9)

Βαρβαριάδα, μικροοικισμός, δορυφόρος του χ. Μοναστηράκι Αγράφων Ευρυτανίας, δίπλα στον Αγραφιώτη ποταμό, επί του παραποτάμιου δρόμου, που συνδέει τους οικισμούς: Κρέντη -΄Αγραφα.  Τρεις οικογένειες ζουν στην Βαρβαριάδα.  Πρώτη στάση στο χάνι, μαγαζάκι του μπάρμπα Λάμπρου Κοντογούνη.  Εάν είναι χειμώνας, μέσα, γύρο απ τη σόμπα, εάν είναι μαλακός ο καιρός, έξω στην παγκάδα.  Η καλύτερη υποδοχή και προσέγγιση για κάποιον που θέλει να γνωρίσει τα Άγραφα.. Στο γλέντι ακόμη καλύτερα..

Χ. Μάραθος (Μήρυσι), υψ, 900 μ. του δήμου Αγράφων νομού Ευρυτανίας.  Στα 1928 είχε 472 κατοίκους, 1940 > 324, 1951 > 387, 1961 > 361, 1971 > 232, 1981 > 123, 1991 > 73.  Πρόσωπα: Αναφέρεται ως γενέτειρα του αρματολού Κατσαντώνη.  Χειμώνας, γύρω απ τη σόμπα μαζεμένοι τα λέμε με τον Δήμαρχο Αγράφων, Χρήστο Μπούρα, συζητώντας για την ιστορία και τις δυσκολίες του τόπου σήμερα.

Χ. Μοναστηράκι, υψ. 750 μ., δήμου Αγράφων νομού Ευρυτανίας, αφήνοντας το κεντρικό δρόμο και απ τον μικροοικισμό της Κωτσίστας, εκεί πούταν η παλιά σιδερένια γέφυρα Belley, κάνεις αριστερά επάνω.  Στα 1928 είχε 497 κατοίκους, 1940 > 660, 1951 > 596, 1961 > 344, 1971 > 192, 1981 > 79, 1991 > 85.  Στο μαγαζάκι του κυρ Χρήστου και Μαρίας Μπακογιάννη ανοίγεις και μπαίνεις.  Ευλογημένος τόπος, με λιγοστούς ανθρώπους, που θα μάθεις για τα έργα του ήρωα Κατσαντώνη που έδρασε στα βουνά, που πριν λίγο περπάτησες και θα ξανανιώσεις άνθρωπος.

Αυγό,  χ. Περιβόλι

Μεγάλος ορεινός όγκος στα ΝΔ. του νομού Γρεβενών, στα όρια με το νομό Ιωαννίνων.  Αποτελεί τμήμα του οροσυμπλέγματος της Βόρειας Πίνδου.  Η ψηλότερη κορφή του, Αυγό, ύψ. 2.177 μ.  Τα βουνό αποτελεί μέρος του Εθνικού Δρυμού Πίνδου, καθώς και του Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου.  Είναι κατάφυτο από μαυρόπευκα, οξιές, δασική πεύκη, πυξαριά κ.α  Η περιοχή έχει ενταχθεί στο δίκτυο προστατευόμενων περιοχών Natura 2000 και έχει χαρακτηριστεί ως σημαντική περιοχή για τα πουλιά»  (Νέζη Νίκου2010:369)  X. Περιβόλι υψ. 1.280 μ. ανάμεσα στο ορεινά συγκροτήματα του Αυγού και της Βασιλίτσας, νομού Γρεβενών.  Στα 1928 είχε 164 κατοίκους, 1940 > 699, 1951 > 26, 1961 > 15, 1971 > 5, 1981 > 165, 1991 > 312.  ..Στη πλατεία του χωριού, στο μαγαζί του Κουβάτα Λευτέρη, μπορεί έξω να βρέχει, αλλά μέσα το γλέντι καλά κρατεί.  Μόλις έχουμε χαμηλώσει απ το βουνό και ανακατευόμαστε με τη συντροφιά νέων ανθρώπων (Περιβολιώτες), που έχουν ανέβει απ το Νέο Περιβόλι Μαγνησίας.  Στους ήχους του Φασούλα, χορεύουμε ανασκαλεύοντας τη παράδοση, έως αργά..

Τζουμέρκα, χ. Ραφταναίοι «Με την ονομασία Τζουμέρκα ή Όρη Αθαμάνων ή Αθαμανικά Όρη προσδιορίζεται το οροσύμπλεγμα που εκτείνεται στα Α.-ΝΑ. πλευρά του νομού Ιωαννίνων, στη βόρεια πλευρά του νομού Άρτης και στη δυτική πλευρά του Ν. Τρικάλων, μεταξύ των ποταμών Αχελώου στα ανατολικά και Αράχθου στα δυτικά.  Ψηλότερη κορφή τους είναι η Κακαρδίτσα, ύψ. 2.429 μ. και Καταφίδι, ύψ. 2.393 μ./ Οι οικισμοί της περιοχής, που αναφέρονταν Τσουμέρνικον στο Βυζάντιο και Τζουμέρκα σε δημοτικό τραγούδι αναφέρονται ως Τζουμερκοχώρια, τουλάχιστον από το 19ο αι. και περιλαμβάνουν, εκτός από τους οικισμούς που βρίσκονται στους αναφερόμενους σχηματισμούς των Τζουμέρκων και οικισμούς, που γεωγραφικά ανήκουν στα συγκροτήματα Λάκμος (Περιστέρι) και Κοκκινόλακα.  Χ. Ραφταναίοι, υψ. 960 μ. στις πλαγιές του Τζουμέρκων, ΝΑ. των Ιωαννίνων, δήμου Πραμάντων.  Στα 1928 είχε 995 κατοίκους, 1940 > 306, 1951 > 162, 1961 > 178, 1971 > 78, 1981 > 59, 1991 > 19.  Παραδοσιακός οικισμός, που έως το 1912 ήταν σημείο  της ελληνοτουρκικής μεθορίου.

Καταλήγουμε καλεσμένοι του Χρήστου Λάμπρη στο καφενείο του χωριού του και γνωριζόμαστε με τον πατέρα του.  Ανάμεσα στα άλλα μαθαίνουμε για το γιοφύρι της Πλάκας, και τα ιστορικά γεγονότα στα χρόνια της Αντίστασης και του Εμφυλίου, κι όλα αυτά καθόσον συνεχίζονται οι παρτίδες τάβλι..

https://oreinografies.wordpress.com

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ

Από xiromeropress