Η ποσότητα και η ποιότητα του παραγόμενου
γάλατος στα ποίμνια αιγοπροβάτων επηρεάζονται από ένα πλήθος παραγόντων που σχετίζονται με το γενετικό υπόβαθρο και την υγεία των ζώων αλλά και από περιβαλλοντικούς παράγοντες, που αφορούν στις εφαρμοζόμενες μεθόδους εκτροφής και την γενικότερη διαχείριση του ποιμνίου. Όπως είναι γνωστό η αιγοπροβατοτροφία ασκείται είτε με αμιγή ποίμνια προβάτων ή αιγών είτε με μικτά ποίμνια εφαρμόζοντας δύο, κυρίως, συστήματα εκτροφής, το εντατικό και το ημιεντατικό. Το εντατικό σύστημα προσελκύει το ενδιαφέρον πολλών κτηνοτρόφων αφού μπορεί να εξασφαλίσει ικανοποιητικό εισόδημα κάτω από καλές συνθήκες εργασίας. Αντίθετα, το ημιεκτατικό σύστημα, χαρακτηρίζεται από τη περιορισμένη (ή καθόλου) χρήση νέων τεχνολογιών στην παραγωγή, χαμηλή παραγωγικότητα και δύσκολα μπορεί να ανταποκριθεί στην εφαρμογή αποτελεσματικής διαχείρισης.
Ανεξάρτητα από το εφαρμοζόμενο σύστημα εκτροφής, το κυρίαρχο πρόβλημα της τελευταίας διετίας σε μεγάλο αριθμό εκτροφών είναι η «αγαλαξία», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται από τους παραγωγούς, και αφορά στην απότομη ή σταδιακή μείωση της γαλακτοπαραγωγής αλλά, σε ορισμένες περιπτώσεις, και στην παντελή παύση της παραγωγής γάλατος στα διάφορα στάδια της γαλακτικής περιόδου. Θα πρέ-πει εδώ να διευκρινίσουμε ότι ο όρος «αγαλαξία», όπως χρησιμοποιείται από πολλούς εκτροφείς, δεν θα πρέπει να συγχέεται με την «λοιμώδη αγαλαξία» που αποτελεί πολύ μεταδοτική, υποχρεωτικής δήλωσης νόσο και θα περιγραφεί στη συνέχεια ως μέρος του συνολικότερου προβλήματος της μειωμένης γαλακτοπαραγωγής ή της πλήρους παύσης της που εντοπίζεται σε μεγάλο αριθμό ποιμνίων σε ολόκληρη την επικράτεια.
Η μείωση της ποσότητας του αρμεγόμενου γάλατος ή ο μη φυσιολογικός πρώιμος τερματισμός της γαλακτοπαραγωγής μιας προβατίνας ή γίδας («αγαλαξία») μπορεί να οφείλεται σε διάφορα αίτια τα οποία θα πρέπει να διερευνηθούν διεξοδικά και σχολαστικά. Η «αγαλαξία» μπορεί να εντοπίζεται σε μεμονωμένες προβατίνες ή γίδες αλλά και να αφορά το σύνολο ενός ποιμνίου. Σε κάθε περίπτωση απειλεί την οικονομικότητα της εκτροφής αφού μειώνεται η ποσότητα του παραγόμενου γάλατος που διοχετεύεται στην αγορά ή χρησιμοποιείται για την γαλουχία των αρνιών και των κατσικιών. Το βασικότερο σφάλμα που γίνεται, στην περίπτωση αυτή, από τους κτηνο-τρόφους είναι η έναρξη «τυφλής» θεραπείας με αντιβιοτικά ευρέως φάσματος χωρίς να καλείται ο κτηνίατρος για τη λεπτομερή διερεύνηση του προβλήματος.
Αρχικά, θα πρέπει να εξεταστεί η υγεία του μαστού των ζώων όπου διαπιστώνε-ται το πρόβλημα. Στο Εργαστήριο Ζωοτεχνίας της Κτηνιατρικής Σχολής Α.Π.Θ., την τελευταία τετραετία διερευνούμε, στα πλαίσια δύο ευρωπαϊκών προγραμμάτων, το θέμα της υγείας του μαστού και της ποιότητας του παραγόμενου γάλατος από τις προβατίνες και τις γίδες, καθώς και τη σχέση αυτών με το γενετικό υπόβαθρο των ζώων. Αναμφίβολα, η φλεγμονή του μαστικού αδένα (μαστίτιδα) αποτελεί βασικό αίτιο «αγαλαξίας» σε ένα ποίμνιο και συνεπάγεται σοβαρές οικονομικές απώλειες. Η μαστίτιδα μπορεί να προκληθεί από διάφορα αίτια (μολυσματικά ή μη μολυσματικά) ενώ εκδηλώνεται με δύο μορφές, την κλινική και την υποκλινική.
Στη πρώτη περίπτωση μπορεί να υπάρχει μεγάλο εύρος κλινικών συμπτωμάτων που είναι δυνατό να ποικίλουν σε ένταση και διάρκεια και σε κάθε περίπτωση γίνονται αντιληπτά από τον εκτροφέα. Θα πρέπει να τονιστεί ότι συνήθως οι υπεύθυνοι παθογόνοι μικροοργανισμοί βρίσκονται στην επιφάνεια του δέρματος των θηλών και εισέρχονται στο μαστό από το θηλαίο πόρο ενώ μια σειρά από περιβαλλοντικούς παράγοντες προδιαθέτουν σοβαρά στην εκδήλωση μαστίτιδας. Σε ότι αφορά τις μαστίτιδες μολυσματικής αιτιολογίας χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της λοιμώδους αγαλαξίας (κοινή ονομασία: Παρμάρα), που προκαλείται από ένα ιδιαίτερα λοιμογόνο πα-ράγοντα (μυκόπλασμα) ο οποίος βρίσκεται στο γάλα, στα υγρά των αρθρώσεων και τις εκκρίσεις μήτρας των μολυσμένων ζώων, καθώς και στο περιβάλλον της εκτροφής (στρωμνή, ταΐστρες, ποτίστρες, αρμεχτήρια, altλειμώνες κτλ.). Η εμφάνιση της νόσου είναι συχνότερη στο τελευταίο στάδιο της κυοφορίας, το πρώτο και το τελευταίο στάδιο της γαλακτικής περιόδου. Η μετάδοση του παθογόνου παράγοντα γίνεται με την αναπνοή μολυσμένης σκόνης και την κατανάλωση μολυσμένων ζωοτροφών, γάλατος και νερού. Η νόσος συνδέεται με μειωμένη γαλακτοπαραγωγή κυρίως όταν προσβάλλεται ο μαστός και σε μικρότερο βαθμό όταν προσβάλλονται οι αρθρώσεις των ζώων αφού η προκαλούμενη χωλότητα από τις αρθρίτιδες οδηγεί σε πτώση της γαλακτοπαραγωγής. Όταν προσβάλλεται ο μαστός η μείωση της γαλακτοπαραγωγής είναι έντονη και το παραγόμενο γάλα είναι αλλοιωμένο (ορώδες με πήγματα), ενώ στο παρέγχυμα του μαστού δημιουργούνται ινώδη μορφώματα («σβώλοι»). Είναι απαραίτητο να γίνεται εργαστηριακή διάγνωση της νόσου με εξετάσεις δειγμάτων παθολογικών υγρών (γάλα, αρθρικό υγρό, εκκρίσεις μήτρας) και άμεση απομόνωση των ζώων που νοσούν για τη θεραπεία με αντιβιοτικά. Η απολύμανση των χώρων και του εξοπλισμού του ζωοστασίου με ειδικά απολυμαντικά και ο εμβολιασμός όλων των ζώων του ποιμνίου θα πρέπει να ενσωματωθούν στο διαχειριστικό πρόγραμμα της εκτροφής. Είναι σημαντικό ο αρχικός εμβολιασμός σε όλους τους γεννήτορες να είναι διπλός (επανάληψη σε 1 μήνα) και στη συνέχεια ο εμβολιασμός να γίνεται κάθε 6 μήνες.
Η δεύτερη περίπτωση, που αφορά στις υποκλινικές μαστίτιδες, αποτελεί μία από τις σπουδαιότερες αιτίες που απειλούν τη βιωσιμότητα των εκτροφών. Πρόκειται για φλεγμονώδη πάθηση του μαστού χωρίς όμως εμφανείς αλλοιώσεις στη μορφολογία του μαστού και την υφή του παραγόμενου γάλατος που να είναι αντιληπτά από τον εκτροφέα. Αποτέλεσμα είναι η μείωση της παραγόμενης ποσότητας γάλατος αλλά και η μείωση της διάρκειας της γαλακτικής περιόδου λόγω της απότομης παύσης της γα-λακτοπαραγωγής. Από τα μέχρι τώρα στοιχεία της έρευνάς μας αλλά και τη διαθέσι-μη βιβλιογραφία φαίνεται ότι η υποκλινική μαστίτιδα εντοπίζεται σε ποσοστό 15-25% στα ποίμνια των προβάτων και 30-40% στα ποίμνια των γιδιών. Για την υποκλι-νική μαστίτιδα ευθύνονται διάφοροι παθογόνοι μικροοργανισμοί καθώς και περιβαλ-λοντικοί παράγοντες που ασκούν δυσμενή δράση στο μαστό άμεσα ή έμμεσα. Κατά την άποψή μας, η διερεύνηση της ύπαρξης υποκλινικής μαστίτιδας σε ένα ποίμνιο όπου παρατηρείται μείωση της γαλακτοπαραγωγής, χωρίς εμφανείς αλλοιώσεις του μαστού, θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα. Θα πρέπει να εξετάζονται ατομικά δείγματα γάλακτος με τη δοκιμή Καλιφόρνιας, να γίνεται προσδιορισμός της ολικής μικροβιακής χλωρίδας και του αριθμού των σωματικών κυττάρων. Με βάση τα απο-τελέσματα αυτά, για όσα δείγματα υπάρχει υποψία υποκλινικής μαστίτιδας θα πρέπει να γίνονται μικροβιολογικές εξετάσεις για ταυτοποίηση των υπεύθυνων παθογόνων μικροοργανισμών και την εφαρμογή κατάλληλης θεραπείας σε μεμονωμένα ζώα. Θα πρέπει να τονιστεί ότι ένα βασικό διαχειριστικό μέτρο που εφαρμόζεται σε αρκετά εντατικά εκτρεφόμενα ποίμνια είναι η ενδομαστική έγχυση κατάλληλων αντιβιοτικών στην έναρξη της ξηράς περιόδου.
Εκτός από τα παραπάνω αίτια, που αναφέρθηκαν, σημαντικό επίσης ρόλο στην επιδημιολογία του προβλήματος της μειωμένης γαλακτοπαραγωγής – «αγαλαξίας», στις προβατίνες και τις γίδες παίζουν διάφοροι προδιαθέτοντες παράγοντες όπως το περιβάλλον της εκτροφής (υγιεινή σταβλικών εγκαταστάσεων), η διατροφή (μη ισορροπημένο ή ακατάλληλο σιτηρέσιο), ο έντονος παρασιτισμός με γαστρεντερικά παράσιτα, και συνολικά η διαχείριση των εκτρεφόμενων ζώων. Ειδικότερα, σε ότι αφορά στη διατροφή, οι απότομες μεταβολές στο χορηγούμενο σιτηρέσιο, η χορήγηση ακατάλληλων ζωοτροφών, τα σφάλματα στις αναλογίες χονδροειδών και συμπυκνωμένων ζωοτροφών, η έλλειψη επαρκών ποσοτήτων πρωτεϊνών και γενικότερα τα δια-τροφικά σφάλματα συνοδεύονται πάντοτε από πτώση της γαλακτοπαραγωγής και πολλές φορές στείρευση. Είναι σημαντικό οι εκτροφείς να εφαρμόζουν το κατάλληλο διατροφικό πρόγραμμα (με ενσωμάτωση στο σιτηρέσιο καλής ποιότητας αχύρου) αρκετά νωρίς στις αρνάδες και κατσικάδες, που θα διατηρηθούν στο ποίμνιο.
Συμπερασματικά, η υγεία και οι αποδόσεις των αιγοπροβάτων εξαρτώνται από το τρόπο διαχείρισής τους που σχετίζεται άμεσα με το επίπεδο των ζωοτεχνικών γνώσεων και την εμπειρία των κτηνοτρόφων. Με δεδομένο την οικονομική σημασία της ¬παραγόμενης ποσότητας γάλατος θα πρέπει να λαμβάνονται μέτρα που θα διασφαλίζουν ότι τα ζώα του ποιμνίου παράγουν τις ποσότητες εκείνες που προβλέπονται από το γενετικό τους δυναμικό και καλύπτονται από τις χορηγούμενες ζωοτροφές. Τα λαμβανόμενα μέτρα θα πρέπει να εστιάζονται στο αποκλεισμό όλων των μολυσματικών ή μη αιτίων που μπορεί να διαταράξουν τη φυσιολογική λειτουργία του μαστού.
ΠΗΓΗ Αγροτικό.Κτηνοτροφικό.Κόμμα.Ελλάδας (ΑΚΚΕΛ)

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *