Περπατά ζωηρά, σαν «ξαναμμένος» έφηβος -τα μαλλιά του είναι πυκνά και κατάλευκα, με μια ατημέλητη χωρίστρα στη μέση.
«Καλά πως το πήρατε απόφαση να ανεβείτε εδώ πάνω;», λέει ανοίγοντας την ξύλινη μπάρα του αγροκτήματος.
«Ακούσαμε ότι έχεις καλό τσίπουρο…», απαντώ τείνοντας το δεξί μου χέρι. Το σφίγγει με την «τραχιά» δύναμη των ανθρώπων του βουνού. «Θα πιεις πρωινιάτικα τσίπουρο; Είναι δυνατό αυτό που ‘χω εδώ», μου γνέφει καθώς προχωράμε προς το σπίτι.




Φτάνοντας στην είσοδο, ρίχνω μια φευγαλέα ματιά στην εξώκοσμη θέα – από τη μια μεριά η απλώνεται η «άγρια» οροσειρά της Ροδόπης και απ’ την άλλη ο κάμπος με τα χωριά (του πρώην δήμου Σταυρούπολης). Η εικόνα, καθηλωτική. «Μέχρι που φτάνει το μάτι σου;», ρωτά ενώ σερβίρει τα τσιπουράκια. Ρίχνω μια «γεμάτη» γουλιά στο στόμα μου, παλεύοντας να απαντήσω «…ως τη θάλασσα», όμως δεν βγαίνει φωνή. Τα σωθικά μου μπουμπουνίζουν σαν τον Βεζούβιο, τα μάτια μου κοκκινίζουν στο δράμα της απόσταξης. «Λίγο… δυνατό…», ψελλίζω προσπαθώντας να παντρέψω παύσεις και λέξεις. «Χτύπα άλλα δυο στα γρήγορα να το συνηθίσεις», με προτρέπει χαμογελαστός. Τα επόμενα, πράγματι, κατεβαίνουν ευκολότερα.
«Τώρα είσαι έτοιμος να κάνεις μια βόλτα στο χωριό και να σκεφτείς τους λόγους που σε έφεραν εδώ πάνω. Στο μεταξύ εγώ θα κάνω μερικά μερεμέτια στο φράχτη και θα τα πω λίγο με τον μπαχτσέ μου» με αποχαιρετά.
Κατηφορίζω προς το χωριό -λίγη ώρα αργότερα στέκομαι εμπρός σε μια παλιά πινακίδα που μάχεται με τη σκουριά σε υψόμετρο 760 μέτρων. Γράφει μόνο: «Μαργαρίτιον». Το όνομα του χωριού. Ένας ξεχασμένος οικισμός, ψηλά στον ορεινό όγκο της Ξάνθης, που γαληνεύει τις αστικές νευρώσεις και παλεύει αθόρυβα να «επιβιώσει» στη νέα εποχή. Πριν από τον Μεγάλο Πόλεμο, ζούσαν εδώ περίπου 350 άνθρωποι –οι περισσότεροι αγρότες με καπνοχώραφα και κτηνοτρόφοι. Τη δεκαετία του ’70 ο πληθυσμός του χωριού μειώθηκε στους 130 κατοίκους ενώ τη δεκαετία του ’80 ο οικισμός ερήμωσε ολοκληρωτικά. Σήμερα ζει στο Μαργαρίτη μόλις ένας μόνιμος κάτοικος. Το όνομά του είναι Χαράλαμπος Καρασακαλίδης και κάθε πρωί μιλάει στο μπαχτσέ του.




«Πως σου φάνηκε το χωριό; Πήγες να δεις τον Άη-Νικόλα;», με υποδέχεται, επιστρέφοντας, στην πόρτα ο κυρ-Χαραλάμπης. «Είναι ο προστάτης του οικισμού και την ημέρα της εορτής του οι απανταχού Μαργαριτιώτες μαζεύονται και γλεντούν για να τον τιμήσουν. Σερβίρουμε και το κεσκέκι μας, ένα ντόπιο φαγητό από σιτάρι, κοτόπουλο και κατσικάκι, ε μα τότε πρέπει να έρθεις να δεις που ‘ναι ολοζώντανο το χωριό!», μου πετά χαρούμενος ο ορεσίβιος γέροντας, ενώ αναρωτιέμαι ποια να είναι άραγε η ηλικία του. Έχει την ενέργεια ενός 50άρη στις δουλειές, αλλά οι ρυτίδες στο πρόσωπο τον προδίδουν –πρέπει να είναι μεγαλύτερος. Υποθέτω κοντά στα 60-65.
«Κυρ-Χαραλάμπη πόσο χρόνων είσαι;», ρωτώ.
«Μπαίνω στα 81 σε λίγο καιρό», με αιφνιδιάζει. «Στο βουνό, όμως, ξεχνάς την ηλικία. Κυλά διαφορετικά ο χρόνος εδώ, δεν του δίνεις τόση σημασία».
«Και η μοναξιά; Αντέχεται; Ένας άνθρωπος σε ολόκληρο χωριό;», επανέρχομαι.
«Ποια μοναξιά; Δεν αισθάνομαι ποτέ μόνος! Έχω το μπαχτσέ μου, τα φυτά, το βουνό. Ποιος σου είπε ότι αυτά δεν είναι καλή συντροφιά; Εκατοντάδες οι φωνές στη φύση για όποιον θέλει να ανοίξει κουβέντες».
«Οι άνθρωποι; Δεν σου λείπουν ποτέ;», τσουγκράω το ποτήρι.
«Το καλοκαίρι και την άνοιξη έρχεται κόσμος στο χωριό – κάθονται λίγο βέβαια, αλλά θα βρεις παρέα. Τώρα το χειμώνα όποτε θέλω να αλλάξω μια κουβέντα, κατηφορίζω προς το καφενείο στο Καρυόφυτο, εδώ κοντά στα 10-15 χιλόμετρα. Το κόβω μέσα από το δάσος και φτάνω σιγά, σιγά».
«Εννοείς με τα πόδια;», ρωτώ έκπληκτος.
«Ναι. Γνωρίζω αυτά τα βουνά σαν την παλάμη του χεριού μου –κάθε μονοπάτι και βράχο. Η φυσική μου κατάσταση είναι καλή, πηγαίνω συχνά για κυνήγι, περπατώ καθημερινά στα μονοπάτια, αισθάνομαι πως το δάσος είναι το σπίτι μου. Δεν είναι τίποτα για μένα αυτές οι αποστάσεις. Παλαιότερα, βέβαια, είχα μια μηχανή BMW, ξέρεις αυτή με το καλάθι, για να κάνω τα ψώνια μου. Χάλασε, όμως και έτσι πλέον είτε πάω με τα πόδια, είτε χρησιμοποιώ ένα παλιό παπάκι».
Ξαναγεμίζει το ποτήρι του και αρχίζει να μου διηγείται την ιστορία της ζωής του –τα χρόνια στη Γερμανία, το γάμο, τα παιδιά, τους φίλους που χάθηκαν.
«Είμαι ο φύλακας του χωριού πια. Προσέχω τα σπίτια, επισκευάζω τις ζημιές και περιμένω, κάθε χρόνο, τον κόσμο να επιστρέψει εδώ ώσπου να ξαναφύγει πάλι».
Η γυναίκα του κυρ-Χαραλάμπη ζει στην Ξάνθη μαζί με το εγγόνι του –όταν τον ρωτάω αν έχουν χωρίσει, μου εξηγεί: «Όχι βρε, απλώς ζούμε σε διαφορετικά σπίτια. Δεν αντέχω εκεί κάτω, όλη αυτή η βαβούρα με σκοτώνει. Στην πόλη μιλάς αλλά δεν ακούγεσαι. Εγώ είμαι άνθρωπος του βουνού».
«Και η γυναίκα σου τι λέει;», τον ρωτώ.
«Τι να πει; Έρχεται και με βλέπει εδώ πέρα, κατεβαίνω και γω ποτέ, πότε. Είμαστε μοντέρνο ζευγάρι, τι νόμιζες;», ξεσπά σε δυνατά γέλια και μου γεμίζει ξανά το ποτήρι. Αίφνης μια άγνωστη φωνή τον καλεί –ένας ηλικιωμένος άντρας από το διπλανό σπίτι έχει βγει στην πόρτα. «Α, πλάκωσε κόσμος σήμερα στο χωριό! Ήρθαν τα ξαδέρφια μου από την πόλη. Ανεβαίνουν όποτε μπορούν για 10-15 μέρες -το καλοκαίρι κάθονται και περισσότερο».
Ο Μιχάλης και η Βασιλική Καρασακαλίδη μας υποδέχονται στην εξώπορτα -«Καλώς τους, πως και από τα μέρη μας βρε παιδιά;», ρωτά πρώτος ο κυρ-Μιχάλης.


«Ήρθαμε να γνωρίσουμε το βασιλιά του βουνού», πειράζω τον κυρ-Χαραλάμπη.
«Βασιλιάς, πράγματι!», μου λέει χαμογελώντας. «Ξέρεις πόσα χρόνια ζει εδώ μόνος; Πάνω από 10-15, ε Χαραλάμπη;», τον ρωτά, ενώ ο γέροντας γνέφει καταφατικά.
Καθόμαστε στο μπαλκόνι -η κυρία Βασιλική σερβίρει μεζεδάκια για το τσίπουρο. Συζητάμε με τον κυρ-Μιχάλη για την ιστορία του χωριού, τα αντάρτικα μονοπάτια, την ερήμωση των περασμένων ετών αλλά και την προσπάθεια να αναβιώσει τα τελευταία χρόνια ο οικισμός μέσω του τουρισμού. «Προσπαθούμε να τον κρατήσουμε ζωντανό όπως μπορούμε. Πρώτος απ’ όλους ο Χαραλάμπης. Δεν είναι εύκολη η ζωή στο Μαργαρίτη το χειμώνα». «Μια χαρά είναι!», παρεμβαίνει ο «φύλακας».
«Γιατρός να σε παρακολουθεί υπάρχει πουθενά στην περιοχή;», τον διακόπτω.
«Εφόσον χρειαστεί τίποτα κατηφορίζω στα κοντινά χωριά εκτός αν είναι τίποτα σοβαρό, οπότε ειδοποιώ κανά συγγενή να με μεταφέρει με το αυτοκίνητο. Για την ώρα δεν έχει χρειαστεί –πρόσφατα μόνο με έπιασε το στομάχι μου ένα βράδυ επειδή μαζί με το τσιπουράκι μου έφαγα και κάτι καυτερές πιπεριές. Όμως, όλα περνάνε με μια βόλτα στο βουνό».
«Τελικά το μυστικό για να φτάσει κανείς στα 80, ποιο είναι κυρ-Χαράλαμπε;», πάω να τον τσιγκλίσω.
Χαμογελά. «Ξαναέλα στα 90 να με ρωτήσεις».
vice.com

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *