1964. Η μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής της εποχής εκείνης, η Φίνος Φίλμς, κατασκευάζει το σκηνικό με ένα δρόμο της Τρούμπας: τα “σπίτια”, τα cabaret, το ξενοδοχείο, πεζοδρόμια και πεταμένα σκουπίδια στο δρόμο, σκηνικό ασπρόμαυρο μιας άλλης εποχής, ενός άλλου “υπόκοσμου”.
Η ταινία «Λόλα» δεν είναι η ατάκα “πολλά τα λεφτά Άρη!” (που έμεινε για να αστειευόμαστε εμείς, οι νεοέλληνες)˙ είναι ο “παλικαράς” Κούρκουλος, ο “κακός” Παπαγιαννόπουλος, η “εύθραυστη” Καρέζη, ο “μάγκας” Φέρμας, ο “ευαίσθητος” Ζερβός˙ μα πάνω απ’ όλα, είναι ένα νεαρό κορίτσι ακουμπισμένο στο περβάζι ενός παραθύρου, με ένα μαξιλαράκι κάτω απ’ τους αγκώνες κι ένα τσιγάρο αναμμένο. Η «Λόλα» είναι η μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου και οι στίχοι του Βαγγέλη Γκούφα. Είναι η Βίκυ Μοσχολιού που τραγουδάει το «Χάθηκε το φεγγάρι» και “χαρακώνει” το σελιλόιντ και την ιστορία του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού με μια ανεπανάληπτη ερμηνεία.

Ο Ιάσωνας Τριανταφυλλίδης στο βιβλίο του «Ταινίες για φίλημα», μας δίνει μια εκδοχή για το πως έγινε η επιλογή της ερμηνεύτριας:
…«το άλλο πρόβλημα ήταν ποιος θα τραγουδούσε το «Χάθηκε το φεγγάρι» στο φινάλε της ταινίας. Απευθύνθηκαν στην Καίτη Γκρέυ η οποία όμως απαίτησε να γραφτεί ο όνομά της στις αφίσες της ταινίας, πράγμα που δεν δέχτηκε ο Φίνος. Μετά από κάποιες άλλες προσπάθειες για άλλες λαϊκές τραγουδίστριες της εποχής, ένα βράδυ ψάχνοντας ο Ξαρχάκος με τον Παντελή Παλιεράκη, πήγαν σε γνωστό λαϊκό κέντρο της εποχής κι άκουσαν μια νεαρή κοπέλα να τραγουδάει. Ζήτησαν από τον υπεύθυνο του κέντρου να τους συστήσει αλλά αυτός είπε: μπα, δεν αξίζει τον κόπο. Ο Ξαρχάκος επέμεινε γιατί του έκανε εντύπωση η φωνή της, η κοπέλα είπε το τραγούδι ακουμπισμένη σ’ ένα παράθυρο σε μακρινό πλάνο στο φινάλε της ταινίας κι έτσι ξεκίνησε η μεγάλη τραγουδιστική καριέρα της Βίκυς Μοσχολιού…»
Ο Σταύρος Ξαρχάκος έγραψε συνολικά 19 μουσικά θέματα και τραγούδια που έντυσαν μοναδικά την ταινία του Ντίνου Δημόπουλου. Λίγο πριν το φινάλε της ταινίας, όμως, το τραγούδι που σφράγισε την καριέρα της Βίκυ Μοσχολιού και την ίδια στιγμή έγινε το “σήμα κατατεθέν” της ταινίας, έμελε να χαρακτηρίσει μια ολόκληρη εποχή και να “αναγκάσει” πολλούς θεατές να παρακολουθήσουν ξανά και ξανά τη «Λόλα» για να δουν εκείνη τη σκηνή, να ξανακούσουν την πενιά του Γιώργου Ζαμπέτα και να ακολουθήσουν με το βλέμμα τους τον Κούρκουλο και τον Φέρμα που κατευθύνονται αργά στο Night Club για το φινάλε του φιλμ.
ΧΑΘΗΚΕ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ
Του ήλιου σβήστηκε το φως,
εχάθη το φεγγάρι
και πάει το παλικάρι,
καημός και πόθος μου κρυφός.
Πέτρα την πέτρα περπατώ
το αίμα του ανασαίνω,
και πια δεν περιμένω
που σκότωσαν ‘τον π’ αγαπώ.
Καημός και πόθος μου κρυφός,
η νύχτα τον τυλίγει
και τη φωνή μου πνίγει
ο πόνος μού ‘γινε αδερφός.
Πέτρα την πέτρα περπατώ
το αίμα του ανασαίνω,
και πια δεν περιμένω
που σκότωσαν ‘τον π’ αγαπώ.
Ήρθε να με ‘βρει την αυγή
ήρθε να με φιλήσει,
ήρθε για να γεμίσει
γαρύφαλλα κι αστέρια η γη.
Πέτρα την πέτρα περπατώ
φέγγει και ξημερώνει
γλυκό πουλί κι αηδόνι
τραγούδα μου ‘τον π’ αγαπώ.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο Ξαρχάκος είχε ήδη στο ενεργητικό του εξαιρετικές μουσικές και τραγούδια για τον κινηματογράφο (την αμέσως προηγούμενη χρονιά, τα «Κόκκινα φανάρια» είχαν εντυπωσιάσει το κοινό τόσο με τη θεματολογία τους, όσο και με τη μουσική τους). Ας μην ξεχνάμε ότι ήταν η εποχή που δε νοούνταν κινηματογραφική ταινία χωρίς τραγούδια, είτε πρόκειται για κωμωδία είτε για δράμα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η δράση μεταφερόταν σε κάποιο νυχτερινό κέντρο μόνο και μόνο για να ακουστούν κάποια από τα τραγούδια γνωστών λαϊκών ερμηνευτών της εποχής που ήταν ήδη επιτυχίες. Σε πολλές περιπτώσεις, οι σκηνές των τραγουδιών ήταν και οι πιο βαρετές, ειδικά για τους κινηματογραφόφιλους της εποχής, μιας και σταματούσαν τη ροή του φιλμ και υποχρέωναν τον ακροατή να ακούσει ένα τρίλεπτο τραγούδι που μπορεί και να μην είχε καμία σχέση με τη ροή της υπόθεσης. Μέσα σ’ αυτό όμως το κλίμα, καταγράφηκαν και εξαιρετικά σημαντικές στιγμές, όπου συνθέτες δημιούργησαν μεγάλες μουσικές κατά παραγγελία του σκηνοθέτη με σκοπό να εξυπηρετήσουν αυστηρά συγκεκριμένες ανάγκες των ταινιών. Δε μπορεί για παράδειγμα να ξεχάσει κανείς τη μοναδική σκηνή του τελετουργικού χορού στον «Δράκο» του Νίκου Κούνδουρου με τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, ή τους χαρταετούς πάνω από την «Συνοικία “το όνειρο”» με την εξωστρεφή μουσική του Θεοδωράκη.
Το «Χάθηκε το φεγγάρι» δεν είναι ένα από τα πολλά τραγούδια που γράφτηκαν εκείνη την εποχή για να συμπληρώσουν μια σκηνή σε κάποια ταινία. Το τραγούδι είναι από μόνο του μια ολόκληρη σκηνή σε ένα πολύ κρίσιμο σημείο του φιλμ, όπου η πλοκή δεν σταματάει αλλά συνεχίζεται μέσω του ίδιου του τραγουδιού. Οι στίχοι του Βαγγέλη Γκούφα προετοιμάζουν τον θεατή γι’ αυτό που θα ακολουθήσει. Η μουσική του Ξαρχάκου παραμένει στο κλίμα που έχει ολόκληρη η μουσική επένδυση της ταινίας, ενώ παράλληλα δε μοιάζει με κανένα από τα θέματα που έχουν ακουστεί μέχρι εκείνη τη στιγμή (όπως ο απίθανος «Χορός του Σάκαινα» και το «Όνειρο δεμένο»). Το τραγούδι λειτουργεί σχεδόν όπως τα Χορικά στην αρχαία τραγωδία. Αν και δε μιλάμε για χορωδιακό κομμάτι, το τραγούδι παραπέμπει στα Στάσιμα της αρχαίας τραγωδίας, με τη Μοσχολιού να αναλαμβάνει ενεργό ρόλο στη δράση ερμηνεύοντας το τραγούδι τελετουργικά. Οι στίχοι του Γκούφα αποδίδουν με ακρίβεια το πένθιμο κλίμα της σκηνής, κι εκείνη η φράση “που σκότωσαν ‘τον π’ αγαπώ”, με μια γλώσσα γνήσια λαϊκή, θα ‘λεγε κανείς ότι κλείνει μέσα της ολόκληρη την υπόθεση της ταινίας.

Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει και στον τρόπο με τον οποίο ο Γιώργος Ζαμπέτας συνοδεύει με το μπουζούκι του το τραγούδι. Ο Ζαμπέτας “χαράζει” με την πένα τού μπουζουκιού του γραμμές που απάνω τους ξεδιπλώνεται η μελωδία του Ξαρχάκου. Το ταξίμι που παίζει στην αρχή του κομματιού, αποτελεί αναμφισβήτητα ένα αριστούργημα δεξιοτεχνίας που θα μπορούσε να σταθεί κι από μόνο του, σαν αυτόνομο μουσικό κομμάτι. Με το μοναδικό ένστικτο που διαθέτουν οι μεγάλοι μουσικοί, “σχολιάζει” με το μπουζούκι του κατά τη διάρκεια ολόκληρου του τραγουδιού κρατώντας ένα μέτρο, χωρίς να παρασυρθεί ούτε μια στιγμή σε άσκοπες επιδείξεις δεξιοτήτων. Αναμφισβήτητα, η συνοδεία του Ζαμπέτα στο «Χάθηκε το φεγγάρι» σφράγισε την εκτέλεση του τραγουδιού.
Όσο για την ερμηνεία της Βίκυς Μοσχολιού στο συγκεκριμένο τραγούδι, έχουν γραφτεί και ειπωθεί τόσα πολλά, που οτιδήποτε άλλο θα ήταν μάλλον περιττό. Στο ξεκίνημα της καριέρας της, έδωσε ένα πραγματικό μάθημα για το πως πρέπει να ερμηνεύεται ένα λαϊκό τραγούδι!
Η νεαρή κοπέλα ακουμπάει τους αγκώνες της σ’ ένα μικρό μαξιλαράκι, στηρίζει το κεφάλι της με τα δυο της χέρια (στο ένα το τσιγάρο), πίσω της η κουρτίνα σαλεύει ελαφρά. Ένας οδοκαθαριστής, ένας μεθυσμένος, κάποια σκουπίδια που παρέσυρε ο πρωινός αέρας.
Ησυχία!
Η Βίκυ Μοσχολιού τραγουδάει…
… και πια δεν περιμένω
που σκότωσαν ‘τον π’ αγαπώ.

πηγη http://toaromatoutragoudiou.blogspot.gr/
.

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *