Η ζωή πολύ δύσκολη τότε. Κάθε οικογένεια θεωρούσε πως είχε λυμένα όλα τα προβλήματά της αν είχε εξασφαλίσει το ψωμί της χρονιάς. Βαρύς και γεμάτος κάματο ο αγώνας της γης για τον κάθε γεωργό, νοικοκύρη. Ήθελε να οργώσει με τα βόδια ή τ’ άλογα, μέρες ολάκερες κυκλοφέρνοντας τα μικροχώραφα, του ενός και των δυο στρεμμάτων. Βαρύ το αλέτρι. Και το υνί ακόμα πιο βαρύ όταν κολλούσε πάνω η λάσπη κ’ ήθελε σε κάθε αυλακιά να το καθαρίζεις με την ξυστροπούλα. Πολλά χωράφια, που ήταν στα πλαερά, είχαν μέσα αρμακάδες,
που έπρεπε να ξεχώσει, να σπάσει και να καθαρίσει. Άλλα με την πρώτη βροχή γίνονταν γιαλός και νεροκρατούσαν για πολλές μέρες και χάνονταν το σπαρτό, οπότε πάγαινε χαμένος τόσος μόχτος. Μέρες πολλές λοιπόν κρατούσε το λασποκύλισμα κι απέκαμαν τα ζώα και οι ζευγάδες. Κι ύστερα η σπορά του δαυλιτιασμένου σταριού στα πεταχτά με το χέρι. Δύσκολη και μαστορική δουλειά. Κάθε βήμα και μια γεμάτη φούχτα απ’ το σποροσάκουλο. Και μετά το σβάρνισμα, να περιμένεις μ’ αγωνία το φύτρωμα, παρακαλώντας να βρέξει όσο χρειάζεται, για να μπορέσει το φύτρο να σκάσει τη γη και να βγει για ν’ανασάνει στον ήλιο και τον αγέρα. Πάντα όμως ξέρεις πως είναι άσκεπο το χωράφι.
Κι ο Θεός τις περσότερες φορές δεν έχει μέτρο στη βροχή, τη ζέστη ή το κρύο. Ο βοριάς τα παγώνει. Ο λίβας τα καιει. Η πολλή βροχή τα πνίγει. Η αναβροχιά τα ξεραίνει. Μια, δυο στις δέκα, να ταιριάξουν όλα κατά πώς πρέπει και προσεύχεται ο γεωργός, για να πάρει καλή σοδειά, να ξεχρεώσει την τράπεζα και τα βερεσέδια στο μπακάλη και να περάσει τη χρονιά αυτός κι η φαμελιά του. Όταν έρχονταν η ευλογημένη ώρα του θερισμού, όλο το χωριό, βρίσκονταν στο πόδι. Τα δρεπάνια έκοβαν τα χερόβολα, που σε λίγο τα ’δενε ο πατέρας ή ο θείος με το δεματικό και τα ‘κανε δεμάτια. Κι όταν μέσιαζε η μέρα, κάτω απ’ τον ίσκιο της γκορτσιάς περίμενε το σκόρδο, το αλάτι, το λάδι, το νερό και το χωριάτικο ψωμί να γίνουν σκορδάρι, για να φάνε να χορτάσουν και να δροσιστούν οι θεριστάδες, μέσα στον κάματο και το λαμπάδιασμα του μεσημεριού.
Γύρω τα τζιτζίκια παράβγαιναν στο τραγούδι με τον κατσουλιέρη, τη σταρήθρα και την κρασοπούλα. Και μετά το θέρο το κουβάλημα στ’ αλώνια και το θημώνιασμα. Κι έπρεπε από τότε και μέχρι νάρθει η πατόζα, να φυλάνε μέρα και νύχτα τις θημωνιές απ’ τ’ αδέσποτα γαϊδούρια, που τις δεκάτιζαν. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που ενώ οι γεωργοί φύλακες κοιμόντουσαν από τη μια μεριά της θημωνιάς, τα γαϊδούρια άλεθαν από την άλλη τα στάχυα. Άλλοτε πάλι έρχονταν οι λύκοι το βράδυ και δεκάτιζαν τα γαϊδούρια, που έχουν ξινό κρέας και το νοστιμεύονται πολύ οι λύκοι, όπως έλεγαν οι γεροντότεροι στο Βαρδαλή. Κι ο Άγγελος, που συχνά κοιμόταν με τη μάνα του στ’ αλώνι, πολλές φορές πρωί – πρωί με τ’ άλλα παιδιά του μαχαλά, πετάγονταν απ’ τον ύπνο κι έτρεχαν γύρω – γύρω στις θημωνιές και πιο μακριά, για να δουν τίνος το γάιδαρο έφαγαν το βράδυ οι λύκοι, τις περσότερες φορές δεμένο στο παλούκι του. Μαζεύονταν όλα τα παιδιά τριγύρω στο φαγωμένο γαϊδούρι, που του είχε απομείνει μόνο η ραχοκοκαλιά με τα παΐδια, η κεφάλα και τα ποδάρια ξαπλωμένα στο κατάξερο χώμα, αδιάψευστα τεκμήρια της νυχτερινής γαϊδουροφαγής. Όλη τη περίοδο, που διαρκούσε το αλώνισμα, το επίκεντρο της ζωής του χωριού, ήταν τ’ αλώνια.
Κι όταν έρχονταν η πατόζα κι έπαιρνε θέση κοντά στη θημωνιά, ενώ το τρακτέρ πιο πέρα άρχιζε να τη γυρίζει ασταμάτητα με το μεγάλο λουρί, τότε οι αλωνιάτικες δραστηριότητες γίνονταν πιο έντονες. Ο Άγγελος έβλεπε μ’ ενδιαφέρον το τρακτέρ και την αλωνιστική μηχανή, την πατόζα, όπως την έλεγαν. Όλα έπρεπε να δουλεύουν σαν ένα καλοκουρντισμένο ρολόι στο αλωνιστικό συγκρότημα. Ο καθένας στο πόστο του και στην δουλειά του. Ο μηχανικός, οι εργάτες, ο ανεβατορίστας, ο κόφτης, ο ταϊστής, ο τσουβαλάς, οι χαμάληδες για τη μεταφορά των τσουβαλιών του σταριού στο σπίτι. Όλοι στη θέση τους. Δούλευαν για να ξεχωρίσει το στάρι από τις καλαμιές. Κι απ το μεγάλο χωνί σωριάζονταν δίπλα το ψιλοκομμένο άχυρο. Κι ύστερα άρχιζε ο αγώνας με το άχυρο. Παλιότερα οι χωριανοί το κουβαλούσαν χύμα, μέσα σε κοφίνες που φόρτωναν στα ζώα, ή με το κάρο, που είχε γύρω – ψιλή σήτα και το σώριαζαν στον αχυρώνα. Αργότερα οι μπαλαριστικές μηχανές, που κινούνταν κι αυτές μ’ ένα λουρί από το τρακτέρ, έδεναν το άχυρο σε μπάλες με σύρμα κι έτσι οι γεωργοί μπορούσαν πια να αποθηκεύσουν στον ίδιο αχυρώνα τριπλάσιο άχυρο απ’ ό,τι πριν και με λιγότερη κούραση.
Πολύ δύσκολη όμως και άχαρη η δουλειά αυτών που δούλευαν στο μπαλάρισμα. Καθώς τάιζαν τη μπλαριστική μηχανή με άχυρο, ή έδεναν τις μπάλες με σύρμα, γέμιζαν τα πλεμόνια τους από την ντούχνα της σκόνης και της ανεμίδας μέσα στην αφόρητη κάψα, που πύρωνε ολάκερο το Θεσσαλιώτικο κάμπο. Και δεν ήταν λιγοστοί εκείνοι, που μέσα σε λίγα χρόνια απόχτησαν δύσπνοια και δεν μπορούσαν και με καλό καιρό πια να πάρουν ανάσα, μέχρι που τους σταμάτησε και τώρα κοιμούνται αγέραστοι στο νεκροταφείο του χωριού, εδώ και πολλά χρόνια. Αλλά και τ’ ανοιξιάτικα, η φακή, τα ρεβίθια, το σάμι, ο βίκος, το λαθούρι, το καλαμπόκι, είχαν όλα το δικό τους αγώνα. Όποιος δε βοτάνισε φακή και ρεβίθια σκυμμένος όλη μέρα, δεν ξέρει τίποτε. Να πιάνεται η μέση σου απ’ την πρώτη μέρα. Και να θέλεις πολλές άλλες μέρες για να τελειώσεις το βοτάνισμα. Και να πληγιάζουν τα χέρια σου απ’ τα ασπράγγαθα και τα τριβόλια. Κι όταν έρχονταν η ευλογημένη ώρα της συγκομιδής!
Να ξεριζώσεις τη φακή και αφού την ξεράνεις, να τη στουμπίσεις χερόβολο-χερόβολο για να ξεχωρίσεις τη σπέρματα από το άλλο φυτό! Και τα ρεβίθια μετά το ξερίζωμα και το ξέραμα, να τ’ απλώσεις στ’ αλώνι και να τ’ αλωνίσεις με τ’ άλογα γυροφέρνοντας ώρες πολλές το ακίνητο στριερό. Κι ύστερα να τα λιχνίσεις με το καρπολόι και να τα δερμονίσεις με τετράγωνο δερμόνι στηριγμένο σ’ ένα ξύλινο καρπαολόι. Και το σάμι, αφού το ξεριζώσεις και το δέσεις ανά τέσσερα χερόβολα, να στήσεις τις κουκουμπέλες σ’ ένα ίσο μέρος για να ξεραθούν κι ύστερα να το τινάξεις πάνω στο τσόλι μ’ ένα μικρό ξυλαράκι, με πολύ μεγάλη προσοχή, για να μην πέσουν και τα χώματα από τις ρίζες. Κάποτε, προπολεμικά, έλεγε η μάνα του Άγγελου πως είχε έρθει στο χωριό Βαρδαλή ένα συνεργείο, που εγκαταστάθηκε στην αυλή του Νίκου Ζιάρκα, κοντά στο πέτρινο γιοφύρι, με τα κατάλληλα μηχανήματα και πάγαιναν οι χωριανοί το σάμι τους και τόβγαζαν σαμόλαδο και κείνη τη χρονιά είχαν μπόλικο λάδι για τηγάνισμα και για πίτες. Αλλά δεν ήταν μόνο το στάρι, το κθάρι, η βρώμη, η βρίζα, η φακή, τα ρεβίθια, το καλαμπόκι και το σάμι, που ήθελαν ένα μεγάλο αγώνα για να πάρει κανείς καλό μπερικέτι. Ήταν και τ’ αγριόχορτο και ο βίκος και τα λαθούρι που έπρεπε να κοπούν με την καλά σφυρισμένη και τροχισμένη κοσιά στην ώρα τους. Κι ύστερα αφού ξεραθούν από το ένα μέρος, να γυρίσουν με το δικριάνι από την άλλη και κατόπι να μπλανιστούν και να γίνουν δεμάτια για να φορτωθούν στο άλογο, το γάιδαρο ή το κάρο και να μεταφερθούν στο χωριό. Και εκεί ο μεγαλύτερος, που ήξερε και την τέχνη, να καλοφτιάξει τεχνική και στέρεη τη θημωνιά.
Απ’ αυτή τη θημωνιά, μπλάνα-μλάνα θα έπαιρναν το χειμώνα οι νοικοκυραίοι και θα τάιζαν τ’ άλογα, και τα βόδια στο ντάμι, όταν έξω θα κρυοφυσούσε ο βοριάς ανεμίζοντας τις πεταλούδες του χιονιού και τα κρούσταλλα θα κρέμονταν μακριά σπαθιά, απ’ τη αστρέχα μέχρι το χώμα. Ε αγώνας κι αυτός! Κι άραγε θα περίσσευε λίγο στάρι για το μύλο, ή έπρεπε όλο να πουληθεί, για να ξεχρεώσει ο γεωργός το δάνειο που πήρε από την Αγροτική Τράπεζα και τα βερεσέδια στο μπακάλη; Χώρια που ήθελε να κρατήσει για σπόρο και να δώσει και τη ρόγα του γελαδάρη! Καλός νοικοκύρης ήταν εκείνος που αφού έδινε παντού όπου χρωστούσε, γέμιζε με στάρι το αμπάρι του για το ψωμί της χρονιάς και είχε στο κελάρι του όλα τα απαιτούμενα: τραχανά, μπλιγούρι, χυλοπίτες, φακή, ρεβίθια, φασόλια, και το βαρέλι γεμάτο κρασί και την τραμουζάνα με τσίπρο. Και τα τουλούμια γεμάτα τυρί. Να ’χει να τρώει και να πίνει αυτός και η φαμελιά του όλη τη χρονιά. Αγαθό και δίκαιο όνειρο. Σεραφείμ Χρήστου Χατζόπουλος Θ ε σ σ α λ ο ν ί κ η