Επτά δεκαετίες ζωής πάντα στα βουνά της πατρίδας του κοντεύει να συμπληρώσει ο μπάρμπα Αλέκος Καραμπάς. Ο αειθαλής, αεικίνητος τσέλιγκας που από τότε που γροίκισε τον κόσμο, άλλος καλύτερος γι’ αυτόν δεν ήταν από την Κρανιά. Το μεγάλο αλλά δύσκολο λιβάδι πάνω από τον οικισμό των Μεγάλων Βραγγιανών Ευρυτανίας και κάτω από την κορυφή του Μίχου.
Εκτός από την περίοδο του εμφύλιου πολέμου, που δεν επετράπη τα καλοκαίρια στα τσελιγκάτα να ανέβουν τα βουνά για να μην υποβοηθούν, όπως είπαν τότε οι κρατούντες και οι σύμμαχοί τους, τους αντάρτες, ο Αλέκος Καραμπάς δεν θυμάται κανένα άλλο καλοκαίρι που να μην ξημέρωνε στα απάτητα μέρη και στις ψηλές κορφές.
Να στομώσει το κοπάδι, να γείρει προς τα έλατα μέχρι να μεσημεριάσει. Ξύπναγε από τις πέρδικες και τα γεράκια, κοιμόταν με το λάλημα του γκιώνη και των τριζονιών το μουρμούρισμα μέσα στα χορτάρια. Αυτοί ήταν οι ήχοι που πρωτάκουσε μαζί με τα κουδούνια του κοπαδιού και τα αλυχτίσματα των τσοπανόσκυλων.
Δεν ήταν εύκολη η ζωή για κανέναν τότε, ούτε για τον άνθρωπο ούτε για τα ζωντανά. Οι πορείες προς τα βουνά κάθε άνοιξη και προς τον κάμπο κάθε φθινόπωρο ήταν ατέλειωτες. Το βιος του τσοπάνη στο έλεος του Θεού, του καιρού και των ανάποδων ανθρώπων που περίσσευαν παντού.
Οικογενειακή παράδοση
Η διαβίωση στις καλύβες, ανυπόφορη και η μια μέρα δεν ξεχώριζε από την άλλη. Δεν ήταν εύκολη ζωή και γι’ αυτό οι περισσότεροι από τους τσελιγκάδες τη σταμάτησαν. Εμειναν στον κάμπο και απέτρεψαν την επόμενη γενιά να πιάσει την γκλίτσα και να δώσουν συνέχεια με τον ίδιο τρόπο.
Για τον μπάρμπα Αλέκο τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά, καθώς ένας γιος του συνέχισε την οικογενειακή παράδοση με τα κοπάδια και μάλιστα προχώρησε πιο πέρα!
Εφτιαξε στον Πτελεό της Μαγνησίας όπου πάντα ξεχείμαζαν ένα μεγάλο κοπάδι με βελτιωμένα πρόβατα, πρόβατα όμως που δεν μπορούν να ανέβουν στα Αγραφα και να βοσκήσουν στα ορεινά λιβάδια.
Οπως το κοπαδάκι του πατέρα του, καμιά εκατοστή γιδοπρόβατα, από τις παλιές ράτσες που μπορούν να ζήσουν με νερό και ΤΡΟΦΗ από τα Αγραφα. Τούτο το κοπαδάκι είναι και το μεράκι του Αλέκου, το μεράκι ενός ανθρώπου που γεννήθηκε κοντά στα ζωντανά. Μόνο με αυτά ασχολήθηκε στη ζωή του και τα θεωρεί κομμάτι του κόσμου του.
Φυσικά είναι και η αφορμή για να ανεβαίνει ακόμη στην Κρανιά, όπου και η πατρογονική στάνη κάτω από τα αιωνόβια, αστραποκαμένα ελάτια. Εκεί ανέβηκε μία ακόμη φορά φέτος με το κοπάδι του να «πάρει αέρα» αυτός, η κυρά του Αθηνά και ο γιος του Δημήτρης. Α, και επειδή ο Αλέκος δεν αξιώθηκε να πιάσει τιμόνι στα χέρια του, μαζί του κουβαλάει και μια γαϊδούρα, τη Μαρία όπως τη λέει, η οποία μετράει κι αυτή καμιά 40αριά χρόνια ζωής και κατά συνέπεια είναι ανίκανη πια να σηκώσει παραπάνω από ένα τροβά στο σαμάρι της.
Ηλιας Προβόπουλος
ethnos.gr

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *