ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ


Τα κουδούνια όπως αρέσουν στον τσοπάνη , έτσι αρέσουν και στα πράματα . Ο αχός τους μαζεύει τα ζωντανά όλα μαζί και τα κατευθύνει . Χωρίς αυτά το κοπάδι είναι βουβό και σκόρπιο , μοιάζει με νεκροπομπή . Ο τσοπάνης λέει πως τα κουδουνίσματα η τα κουδουνολαλήματα βοηθούν το μπουλούκι να βόσκει κιόλας . Γιατί το πράμα κι ιδίως το πράτο ευκολοκουράζεται και θέλει να ησυχάζει , βαριέται λέει ο προβατάρης . Το κουδούνι όμως τ’ ανοίγει την όρεξη , το ξυπνάει και το κάνει να γδέρνει τη γη όπου περνάει την ημέρα κει μέσα στα λιβάδια και τη νύχρα ανάγυρα στο μαντρί με το νυχτοσκάρισμα .

Αν υπάρχει βοσκός η κοπάδι , αυτό θα το ειπεί το κουδούνι . ” Ξαρμάτωτο κοπάδι βοσκό δεν μαρτυράει ” λέει η λαϊκή παροιμία . Και πως ν’ ακούσει η να ιδεί κανένας προκοπή χωρίς κουδουνίσματα . Πρέπει να προσέξει πολύ καλά , πρέπει ν’ ακούσει ποδοβολητό γερό πλάι του , για να γυρίσει μάτι κατ’ εκεί αλλιώς του ξεφεύγει και χάνεται μέσα στα λόγγα σαν αερικό .

Τα κουδούνια ο τσοπάνης τα βάζει στα πιο γερά κι’ όμορφα πρόβατα κι’ αποφεύγει ν’ αρματώνει αδύνατα ζωντανά . Επίσης υπάρχουν μερικά πράτα που ξεκόβουν απ’ το μπουλούκι η τρυπώνουν μέσα στα θαμνόλογγα και δεν μπορεί να τα βρει ο προβατάρης . Ψάχνει απ’ εδώ , πάει απ’ εκεί , σφυράει , σαλαγάει κι αυτά που να βγουν σ’ ανοιχτοτοπιά , κάθονται και λουφάζουν κυνηγώντας τα χλωρόχορτα . Σ’ αυτά λοιπόν τα πράτα για να τα ακούει ο τσοπάνης κρεμάει στο λαιμό τους κουδούνια , που ο αχός τους τα μαρτυράει που βρίσκονται . Η λαλιά των κουδουνιών είναι μεγάλη προδότρα γιά το πράτο , βλέπετε .
Ύστερα από την προδοσιά , έχουν και το ξεχώρισμα των κοπαδιών , ακούγοντας δηλαδή τα κουδούνια ξεχωρίζει ή συμπεραίνει ποιανού είναι το κοπάδι , που διαβαίνει η βοσκάει .
Αν τύχει ο τσοπάνης και ξαρματώσει κανένα ζωντανό και το κουδούνι του το βάλει σε κανένα άλλο πράτο , τότε το ξαρματωμένο πράτο , ακολουθάει το δεύτερο δυο και τρεις μέρες περπατώντας μαζί του , πλάι του . Γνωρίζει τη λαλιά λέει ο τσοπάνης που τόσο καιρό έσερνε στο λαιμό του και τώρα μη έχοντας κουδούνι στεναχωριέται για το κατάντημά του .

Τσοπάνικο υπαίθριο μαγέρεμα , στο κονάκι του χωριανού και φίλου Κώστα Αποστολόπουλου – Ματέρου , στη Γκιώνα .

Η φωνή , το μέγεθος , το σχήμα του κουδουνιού και , μερικές άλλες λεπτομέρειες που παρατηράει ο τσοπάνης , πάνω στα κουδούνια , με προσοχή και ανοιχτοματιά του δίνουν τη δυνατότητα να δώσει ορισμένα ονόματα στα κουδούνια . Άλλωστε , όπως δίνει ονόματα στα ζωντανά του έτσι δίνει ονόματα και στα κουδούνια του . Έτσι θα τον ακούσεις να λέει : Κουδούνες , τα πολύ μεγάλα κουδούνια που κρεμάει στα γκεσέμια του . Πίπες ή μπουζούκες , τα κουδούνια 2-3 οκάδων που χύνουν ένα παράξενο αχό πιπ-πιπ και που τα κρεμάει στα πιο διαλεχτά γκεσέμια . Κλαπακιόρα , κουδούνι με βαρύ ήχο , μεσοκούδουνα , τα μέτρια σε μέγεθος , κριαροκούδουνα , κουδούνια που κρεμάει στα κριάρια , γαλαροκούδουνα , γιά τα γαλάρια , λαγαροκούδουνα με λαγαρή λαλιά , μικροκούδουνα , μικρά σε μέγεθος . Διπλά κουδούνια , διπλοκούδουνα η δίχειλα , το ‘να μέσα στ’ άλλο , τα λιβαδινά κουδούνια μικρά και μεγάλα , τα ξηντάρια κουδούνια , τα βδομηντάρια , δηλαδή των εξήντα κι εβδομήντα λεπτών . Τα χοντροκούδουνα , με χοντρή φωνή , τα στρογγυλοκούδουνα , έχουν σχήμα στρογγυλό . Τα πλακωτά κουδούνια , με πλακέ σχήμα . Τα ψιλοκούδουνα , με ψιλή φωνή . Οι γουργούρες ή τα γουργούρια , μικρά κουδουνάκια που τα λέει και αρνοτρόκανα η αρνοκούδουνα . Αυτά τα λέει επίσης και θλιβεράκια . Εκτός απ’ αυτά έχει και τα βραχνοκούδουνα , μεγάλα κουδούνια κουδούνια με βραχνή και βροντερή φωνή .

Όλα αυτά ο προβατάρης τα κρεμάει στα πράτα του με στεφάνια , που τα λέει πρατοστέφανα και που τα φτιάχνει με ξύλα από κέδρα , οξυές ή φιλίκια . Κόβει ένα μακρύ ξύλο το πελεκάει καλά το φτηνεύει κάνοντάς το μια μακριά λουρίδα κι ύστερα το γυρίζει και το δίνει το σχήμα του λαιμού του πρόβατου , δηλαδή κάπως στρογγυλό . Ύστερα περνάει το βαστάκι του κουδουνιού στην τετράγωνη τρύπα που έφτιασε στο κάτω μέρος του στεφανιού , περνάει μια λαμαρίνα λεπτή ανάμεσα στο βαστάκι και γυρίζει τα δυο της άκρα στο στεφάνι πολύ καλά για να πιάσουν σφιχτά . Βάζει κι ένα κομμάτι από δέρμα ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο ( βαστάκι και λαμαρίνα )να μην τρίβονται κι έπειτα το περνάει στο λαιμό του πρόβατου , της προβατίνας η του κριαριού , το δένει και, να το , έτοιμο αρματωμένο το ζωντανό .
Και τώρα πάμε στη γιδοκοπή . Εδώ οι γιδαραίοι τσακίζουν τα πόδια τους φυλάγοντας άλλα ζωντανά , τα γίδια , τη ράτσα του διαόλου όπως λένε κι ‘εχουν άλλα βροντάρια , τα κύπρια και τα τσοκάνια . Ειδικά τσοκάνια για γίδια που τ’ αποκαλούν γιδοτσόκανα κι έχουν ένα κοφτό και χοντρό χτύπο που τα ξεχωρίζει απ’ τα γελαδοτσόκανα η βοϊδοτσόκανα .
Κάθε γιδικοπή φέρνει ένα η δυο το πολύ τσοκάνια . Ένα τραγοτσόκανο μεγάλο που το σέρνει ένα γκεσεμότραγο κι’ ένα πιο μικρό , που το κουβαλάει στο λαιμό της και μια στειρόγιδα ή στερφόγιδα .
Τα κύπρια , ο γιδοβοσκός , τα προσέχει πιο πολύ απ’ τα τσοκάνια γιατί αυτά αποτελούν τα καλύτερα όργανα της ολικής συναυλίας του κοπαδιού του και τα χωρίζει σε τρεις κατηγορίες : Στα λαγγόκυπρα , μικρά κύπρια , στα μεσόκυπρα , πιο μεγάλα και στα καμπανόκυπρα ή στα γκεσεμόκυπρα , κύπρια μεγάλα που κρεμάει στα πιο καλά γκεσέμια του , στα καμαρωβάδιστα και στα γοργοβάδιστα τραγιά του .
Το γιδοκοπάδι όταν είναι αρματωμένο καλά με κύπρια , που να σκαλώνουν οι φωνές τους , είναι μια καλλίφωνη κι’ ανεύρετη συναυλία , που συναντάει κανένας μονάχα στα καλομυρωμένα λόγγα , στα ελατόζωστα βουνά και στις περίτρανες βλαχοστάνες . Κι όλα αυτά τα γλυκόφωνα κύπρια , οι γιδαραίοι , τα κρεμάνε στα γίδια τους , βάζοντάς τα πρώτα στα πιο καλοπελέκητα και σιγοροκλείδωτα γιδοστέφανα που τα λένε και γιδόγευλες . Κι έχουν τριών ειδών γιδοστέφανα . Τα μονοκλείδωτα γιδοστέφανα , μ’ ένα κλειδί , τα διπλοκλέιδωτα γιδοστέφανα , με δυό κλειδιά και τ’ αναποδοστέφανα που κλειδώνουν ανάποδα . Τα διπλοκλείδωτα γιδοστέφανα τα λένε μερικοί γιδάρηδες και διπλοστέφανα . Για να ξεκλειδώσεις καλόφτιαστο γιδοστέφανο πρέπει να ιδρώσεις και το χειμώνα ακόμα . Δεν είναι εύκολο πράγμα . Χρειάζεται ειδική τέχνη , γιατί το γιδοστέφανο πελεκιέται και φτιάχνεται συνήθως από χέρι έμπειρου πελεκάνου . Πάνω σ’ αυτό σκαλίζει κι εκφράζει τον ψυχικό του κόσμο ο λαϊκός τεχνίτης με διάφορα σκαλισματοκεντήματα , που φτιάχνει μ’ ιδιαίτερη χάρη κι ομορφιά .
Το χειμώνα , οι τσοπαναραίοι συνήθως βγάζουν τα κυπροκούδουνα , κάτω κει στα χειμαδιά . Αφήνουν μονάχα λιγοστά βροντάρια για να μαζεύεται το πράμα και να τ’ ακούει κι ο τσοπάνης . Τι να τα κάμουν , άλλωστε τα κυπροτσόκανα τα ζωντανά μέσα στην καρδιά του χειμώνα ; Πο ‘χει για στολίδια του τις κακοκαιριές και τις χιονούρες του !
Το πράμα αχαμναίνει με την κακοκαιριά , λιγνεύει και φεγγρίζει από την αφαγιά και το δρολόπι , δεν χρειάζεται να ‘χει στο σβέρκο τσοκάνια , κουδούνια και κύπρια , το βαραίνουν . Αυτά τα θέλει να τα ‘χει την άνοιξη και το καλοκαίρι πάνω στα ψηλόβουνα και στις αητοκορφές για ν’ αχολογούν τα διάσελα και τα καταπράσινα βουνοπλάγια .-
Το παραπάνω κείμενο είναι παρμένο απ’ ” ΤΑ ΛΙΔΩΡΙΚΙΩΤΙΚΑ 1983¨ του Γιώργου Καψάλη και είναι γραμμένο απ’ το φιλο -λογοτέχνη Βασίλη Λαμνάτο . πηγη

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΤΕ

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *