Τα μεσιανά τοίχια που χώριζαν το μεγάλο χειμωνιάτικο δωμάτιο με την κάμαρη και την απατή ήτανε φκιασμένα με τσατμάδες – λιθαρότοιχο δεν άντεχε ν’ ασκώσει το πάτωμα. Μέσα στο κούφιο των τσατμάδων ποιος ξέρει τι να ύπαρχε. Είχα δει μικρός σε κάτι γλέντια- αρρεβώνες, προζύμια, γάμους – πιομένους συγγενείς απάνω στο πυρ του κεφιού να πετάνε αψηλά τα ποτήρια κι αυτά να φτάνουν στην κορφή του τσατμά και να χάνονται μέσα στο κούφιο του τοίχου. Οι νοικοκυράδες στενοχωριότανε που χάνονταν τα ποτήρια, αλλά έκαναν πως γέλαγαν μη παραξηγηθεί κάνας καλεσμένος.
Έλεγε ο προεστός- στα νιάτα του, φόντε όλοι τον ήξεραν σαν το ψιμάδι της Γούλαινας της χήρας, καμάρι κι άγγονα του γέρου-Βίλια- σαν του έκανε έφοδο στο σπίτι ο νοματάρχης με τους χωροφυλάκους, αυτός άμα είχε σιδερικό(κουμπούρι) απάνω του το πέταγε στο κούφιο του τσατμά και ξεμπέρδευε. Πολλοί φόραγαν κουμπούρια και μαχαίρια τότες. Φορές γένονταν και θανατικά, δεν τόχε σε τίποτε ο πολύς κόσμος.
Ετούτος ο προεστός ήτανε ζωσμένος με κιντύνους κι ήτανε χρεία να βάλει στο ζωνάρι του άρματα, αλλιώς ήτανε ξεγραμμένος απ’ τα βόλια και τα μαχαίρια της γειτονιάς του.

Ι*Ι

Ο μπάρμπα Γιάννος είχε μείνει χήρος με δυο παιδιά σερκά που ξεπέραγαν τα δέκα χρόνια κι είχε βάλει μηχανή να βρεθεί γυναίκα να του ματανοικοκυρέψει το σπίτι, αλλά και για το κρεβάτι του ότι είχε ακόμα όρεξες πολλές. Προξενητάδες και προξενήτρες άλλο καλό.
Βρέθηκε το λοιπόν η νέα Γιάνναινα και γένηκε ο γάμος και συμμαζεύτηκε το σπίτι του μπάρμπα Γιάννου και ματαγένηκαν αυτός και τα σερκά του φαμελιά και ματάειδανε σειρά στη μέρα τους. Κι μπάρμπα Γιάννος πάσα βράδυ ματάβρε τα μεράκια πουχε να θυμηθεί πριχού απ’ την αρρώστια της σ’χωρεμένης της πρώτης γυναίκας του, της μάνας των σερκών του να πούμε.
Πάσα βράδυ μπιχειρίζονταν τη νια Γιάνναινα ο γιομάτος όρεξες μπάρμπα Γιάννος κι όπως το κατά φύση, πήρε κι εγκαστρώθη κι άρχισε να φουσκώνει η γυναίκα. Συγγενείς και γειτόνοι φχιώτανε στη νιόνυφη Γιάνναινα, «μ’ ένα γιο» κι οι πολλοί συμπλήρωναν- άλλοι καλοσυνάτα, άλλοι με κεντρί φαρμακερό-, «μ’ ένα γιό, μα ας είνι κι κουπέλα, τα σιρκά τάβρις έτοιμα», εννοώντας τα δυο σερκά, τα προγόνια, πούχε κάμει ο μπάρμπα Γιάννος με την πρώτη του γυναίκα, τη σ’χωρεμένη τη Γιάνναινα. «Φχαριστώ, νάστι καλά μι τ’ς φαμιλιές σας», αποκρίνονταν η καημένη.
Γιόμισαν οι εννιά μήνες κι ήρθε η μέρα που η Γιάνναινα γέννησε κι έκαμε κοπέλα κι είχε νιες χαρές ο μπάρμπα Γιάννος και φτερούιζε ‘πως τότε που πρωτογένηκε πατέρας και πλιότερο ακόμα. Κι η Γιάνναινα πήρε χαρά μεγάλη και φώτισε το πρόσωπό της ότι δεν είχε πλια μονάχα τα προγόνια, τα πρώιμα σερκά του Γιάννου να συμμάσει, μα και τη δική της προκοπή, την κοπέλα πόβγαλε απ’ τα σπλάχνα της. Πάλε ευκές κι ασημώματα στο γεννησιάρικο της Γιάνναινας απ’ το συγγελνολόϊ, «να σας ζήσ’, νάνι τυχιρή η θυατέρα σας»· πάλε κεράσματα στον καφενέ και γέλια μεγαλύτερα απ’ τα μουστάκια τ’ ο μπάρμπα Γιάννος.
Αντίκρα στο σπίτι του μπάρμπα Γιάννου, το σπίτι του γέρου Βίλια όπου έμενε με τη νύφη του τη Γούλαινα, ότι ο γιός του ο Γούλας είχε βαρεθεί με μαχαιριά στο νεφρί απόνα τέρας της κοινωνίας και πάει στον τόπο καλονέος κι άφηκε τρία ορφανά, σερκά και τα τρία.
Ο γέρο Βίλιας είχε πουλάρι και καμάρι τον μικρότερο άγγονά του, ότι άλλη παρηγόρια για το χαμένο του Γούλα δεν είχε εξόν που να βλέπει ν’ αξαίνει ο μικρός. Ακόμα ο μικρός ήτανε χρεία να παίρνει ίσκιο αντρός στο σπίτι κι αφού δεν πρόκαμε πατέρα έπαιρνε απ’ τον ίσκιο του παππούλη του του γέρου Βίλια. Ο μικρός είχε τον παππούλη για γίγαντα αψηλό κι ο γέρο Βίλιας δεν του χάλαε χατήρι, τον ορμήνευε όμως κιόλας ολοένα.
Άξηνε ο μικρός της Γούλαινας κάτω απ’ τον ίσκιο του παππούλη του, τέλειωσε το σκολειό κι άρχισε να μπαίνει και σε τέχνη κοντά στο μεγαλοτσαγκάρη του χωριού και σημάδεψαν κι οι πρώτες τρίχες στο μουστάκι του. Τ’ αδέρφια του τονε πείραζαν για το μουστάκι του κι αυτός χαμογέλαε ντροπαλά, μα μέσα του ένιωθε τη δύναμή του όλο να μεγαλώνει.
Πάσα πρωί, πάσα γιόμα, πάσα βασίλεμα διάβαινε στο σοκάκι να πάει για το τσαγκάρικο κι έσμιγε η ματιά του με το μελωμένο βλέμμα της θυγατέρας της Γιάνναινας πούχε αξήνει κι εκείνη κι είχε γιομίσει ο κόρφος της. Άρχισε η φωτιά να καίει κι όλο και ζύγωναν τα δυο ξεπεταρούδια της γειτονιάς, όσο που ένα θάμπωμα μετά το δειλινό, πίσω απ’ τα σωριασμένα φρύγανα αγκαλιάστηκαν σφιχτά να δοκίμασαν το πρώτο τους φιλί- σάμπως ήξεραν πως φιλιούνται;
– Παππούλ’ βαρεί η καρδιά μ’ δυνατά, θέλου να παντριυτού, είπε το τσαγκαρόπουλο στο γέρο Βίλια την άλλη μέρα, ότι στον παππούλη του είχε όλα τα θάρρητα.
– Μωρέ καμάρ’ ακόμα έεις τ’ν π’τιά(έχεις την πυτιά)* τ’ς μάνας σ’, τι παντριά θέλ’ς; Ξέρ’ς τι κάν’ ου άντρας τ’ς γ’ναίκας; τούπε ξαφνιασμένος ο παππούλης του ο γερο Βίλιας
– Ξέρου παππούλ’, ξέρου, αποκρίθη με βιάση ο άγγονας
– Που τάμαθις μουρέ καμάρ’, ρώτησε γελώντας ο γερο Βίλιας
– Ιψέ του θάμπουμα, πίσου απ’ τα φρύγανα, είπε ο μικρός σίγουρος ότι είχε μάθει τα μυστικά του έρωτα με το μισό φιλί που είχε πάρει απ’ τη γειτονοπούλα.
– Αϊ μουρέ καμάρ’ είνι νουρίς ακόμα, καρτιρέσ’ (καρτερέσου), τον ορμήνεψε ο γέροντας.
– Δεν μπουρού παπούλ’ δεν καρτιριέμι, βαρεί η καρδιά μ’ δυνατά, είπε μ’ επιμονή ο μικρός.
– Καλά καμάρ’, για να σ’νουνοηθούμι κι μι τ’ μάνα σ’ κι θα τα βάλουσι σι σειρά.
Οι μέρες διάβαιναν και το φλογισμένο τσαγκαρόπουλο πάσα θάμπωμα έπαιρνε μέλι απ’ το φιλί της φρεγάδας θυγατέρας της Γιάνναινας πίσω απ’ τα φρύγανα, με κίντυνο να τους τσακώσουν ο μπάρμπα Γιάννος και τα παιδιά του που ήτανε πολύ μεγαλύτερά τους και να τα καταχεριάσουν.
Ήθελε να το πει ο μικρός στη μάνα του, αλλά τη σκιάζονταν, ότι ήτανε αυστηρή, λύκος, Παναγία βόηθα! Τ’ αδέρφια του είχανε καταλάβει το νταλαβέρι με την όμορφη γειτονοπούλα και του είπανε να ξεκόψει, ότι σκιάζονταν τις φασαρίες κυρίως με τ’ αδέρφια της που ήτανε διαόλοι ρεματιανοί, μα ο μικρός είχε τυφλωθεί, όπως όλοι ξαναμμένοι πρωτάρηδες.
Φιλί στο φιλί η φωτιά φούντωσε και το ψιμάδι της Γούλαινας πήρε την απόφαση να κουβεντιάσει τη μάνα του και μια μέρα που την ηύρε αδειανή της είπε.
– Μάνα θα παντριυτού
– Τρουμάρα να σόρθ’, ακόμα δε βήκις απ’ τ’ αυγό σ’, τον αποπείρε η Γούλαινα
– Ιγώ μάνα θα παντριυτού, επανέλαβε ζόρικα ο γιός
– Τον παππούλη σ’ τουν ρώτ’σις, είπε για να ρήξει την ευθύνη στο γέρο Βίλια, τον πεθερό της, σίγουρη πως εκείνος θα φρονίμευε το μικρό της γιό που δεν έσωνε τα δεκαεφτά.
– Τουν ρώτ’σα, αποκρίθη χαρούμενος
– Κι τι σούπι;
– Μούπι, ότ’ θα σ’νουνοηθούμι κι μι σένα κι θα τα βάλουμι σι σειρά.
– Καλά σούπι, ν’ αξήντι ψίχα, να παντριυτούνι τ’ αδέρφια σ’ κι μιτά, σα βγει του τυχιρό σ’, να σι παντέψουμι κι σένα. Καρτιρέσ’ λίγου, ακόμα δε ξέρ’ς τι έεις μέσ’ στου βρακί σ’.
– Ιγώ θέλου να παντριυτού τώρα, είπε όλο γινάτι ο μικρός
– Άϊ στου διάτανου, ξιφόρτουσέ μι, του είπε φουρκισμένη η μάνα του η Γούλαινα κι η κουβέντα σταμάτησε εκεί.
Το τσαγκαρόπουλο παρ’ όλο μικρότερο, είχε καταφέρει το μεγαλύτερο αδερφό του, που υπεραγαπιόταν κι έφυγε απ’ την κάμαρη που κοιμότανε αντάμα και πήγε και κοιμότανε στο μεγάλο χειμωνιάτικο δωμάτιο, όπου είχανε τα γιατάκια τους ο παπππούλης τους ο γερο Βίλιας, η μάνα τους η Γούλαινα κι ο μεσιανός τους αδερφός. Έτσι έμενε μοναχός του τα βράδια στην κάμαρη κι όταν έπεφτε η νύχτα καλά, έρχονταν η γειτονοπούλα που χτύπαε το παραθύρι κι αυτός της άνοιγε και την έμπαιζε στην αγκαλιά του και γεύονταν τα μέλια τους μεσ’ στη φωτιά τους.
Κύλαε ο καιρός και στο σπίτι του γέρο Βίλια και της Γούλαινας είχανε το φόβο πότε θα ξεσπάσει το κακό απ’ τις αγαποδουλειές του ψιμαδιού τους με τη γειτονοπούλα. Ο γέρο Βίλιας διάβαινε το σοκάκι ως πέρα, τους καλημέριζε και τους καλησπέριζε ολουνούς, ολοένα με το γέλιο και το χωρατό κι έτσι κατάφερνε κι είχε σε ρέγουλα τις οικογένειες -της Γούλαινας και του Γιάννου. Όμως ξαφνικά ο γέρο Βίλας ανημπόρεψε και μια μέρα έσβησε στην αγκαλιά του άγγονά του μικρού κι εχάθη ο ίσκιος του μυαλωμένου άντρα απ’ το σπίτι.
Το μυαλό της Γούλαινας πήε να σαλέψει.Είχε μπει το ‘40· τα δυο μεγάλα της παιδιά έφυγαν στον πόλεμο, ο πρώτος στην Αλβανία, ο δεύτερος παραπίσω. Αυτή με το δεκαοχτάχρονο ψιμάδι της να πάλευε να μαζέψει τ’ ασυμμάζευτα. Ένα σπίτι με πέντε νοματαίους έμενε με δυο, που δε μπορούσαν να συνεννοηθούν, ότι αυτή είχε το μυαλό της στα βάσανά της και στα νιτερέσα της κι ο κανακάρης της στην αγαπητικιά.
Πάσα βράδυ η γειτονούλα σιγαλά ακούμπαε το ξώφυλλο του παραθυριού της κάμαρης του καλού της κι εκείνος την έμπαιζε κι οι νύχτες πέραγαν ζάχαρι κι όλα καλά καμωμένα. Η γειτονοπούλα αξημέρωτα είχε πάλε βρεθεί πλιαγιασμένη στη μάνα της, που τόχε καταλάβει κι εκείνη, μα ήθελε και το τσαγκαρόπουλο, το γιο της Γούλαινας για γαμπρό και κουκούλωνε τα νυχτοξεπορτίσματα της θυγατέρας της.
Ένα βράδυ όμως τ’ (ξεν)αδέρφια της όμορφης που την κατάλαβαν πως έλειπε, στήθηκαν και περίμεναν να ιδούν από που θα επιστρέψει. Κάποια στιγμή την είδαν να πηδάει απ’ το παραθύρι του γιου της Γούλαινας και σαν έφτασε στο κατώφλι του σπιτιού τους τη σακάτεψαν στο ξύλο. Τα ουρλιαχτά της ακούστηκαν στη γειτονιά και μπήκαν καρφιά στην καρδιά του καλού της. Ταυτόχρονα άρχισαν ν’ ακούγονται ντουφεκιές και μια σφαίρα σημάδεψε το παραθύρι του της κάμαρης του τσαγκαρόπουλου. Ο πόλεμος -άλλος πόλεμος ετούτος, το κακό πούχε προμαντέψει ο γέρο Βίλιας, σ’χωρεμένος τώρα- είχε αρχίσει και στη γειτονιά, μέσα στα σπίτια.
Το τσαγκαρόπουλο δεν κόταε να βγει απ’ το σπίτι και σαν ξεμύτιζε στο σοκάκι σφαίρες σφύριζαν στον αέρα απ’ τους γειτόνους του, τα (ξεν)αδέρφια της φρεγάδας του. Καθημερνά άκουε τους σκουσμούς της κοπέλας απ’ τ’ άγριο ξύλο που της έριχναν. Φορές έδερναν και τη μητριά τους κι ακούονταν τα βλαστήμια και γι’ αυτήν σ’ ολάκερη τη γειτονιά.
Μια μέρα έφτασε μαντάτο φαρμακερό ότι πάει ο μεσιανός γιός της Γούλαινας, στρατιώτης στην Πρέβεζα, από πλεμονία που τότες θέριζε κόσμο. Εκεί κηδεύτηκε, δίχως μάνα, δίχως αδέρφια. Ένας πρωτομπάρμπας του μοναχά τον απόλαψε πεθαμένο.
Σα να μη χόρτασαν από τούτο το θανατικό τα προγόνια της Γιάνναινας κάθε τόσο έριχναν τις ντουφεκιές τους κατά το σπίτι της Γούλαινας μπα και πετύχουνε το μικρό της γιο, ότι τάχα μαγάρισε την αδερφή τους.
Μπήκαν οι γερμανοί στην Ελλάδα κι ήρθε η κατάρρευση και γύρισαν νικημένοι, ψειριασμένοι, πεινασμένοι κι άρρωστοι οι ηρωικοί νικητές απ’ τ’ Αλβανικό μέτωπο. Γύρισε κι μεγάλος γιός της Γούλαινας στο διαλυμένο σπίτι ν’ αγκαλιάσει τη μάνα και το μικρό αδερφό. Μια σφαίρα χτύπησε στα κεραμίδια του σπιτιού. Ο μικρός τον καθησύχασε, «δεν είναι οι Γερμανοί» του είπε και του εξήγησε με λεπτομέρειες τα καθέκαστα με τους γείτονες.
Σαν ήρθανε στο χωριό οι Γερμανοί, οι θρασύδες γείτονες έκρυψαν τα ντουφέκια τους και έπαψαν τα ψευτοπαλικαράτα τους. Ο μεγάλος γιός της Γούλαινας άνθρωπος νηφάλιος και μειλίχιος κατάφερε κάπως να κρατήσει το γειτόνων το άχτι για τον αδερφό του. Τους είπε ή να τον κάνουνε γαμπρό τους ή να τον αφήσουνε ήσυχο. Και πέρασαν τα χρόνια της πείνας και της κατοχής με κάπως μαζωμένη την έχτρα τους.
Στο τέλεμα της κατοχής ανημπόρεψε κι η Γούλαινα και πάει γλήγορα κι έμειναν τα δυο αδέρφια μόνα, δίχως γυναίκα στο σπίτι, ανοικοκύρευτα. Ο μικρός είπε του μεγάλου να παντρευτεί, αλλά ‘κείνος του είπε, δεν είμαι έτοιμος ακόμα, παντρέψου εσύ άμα θέλεις, εννοώντας τη γειτονοπούλα, αφού τα πιστολίδια κι οι φοβέρτες είχανε πάψει. Έτσι μήνυσαν στη γειτονοπούλα να πει στους δικούς τους να κανονίσουν γάμο δίχως απαίτησες για προικιά.
Αυτό το μήνυμα ήτανε πόβαλε πάλε φωτιά στα ντουφέκια. Άρχισαν πάλε οι γειτόνοι να σημαδεύουνε πόρτες και παραθύρια να δείξουνε το ψευτοαντριλίκι τους.

Ι*Ι

Τότε ήτανε π’ αναγκάστηκα να πάρω κι εγώ το πρώτο μου κουμπούρι, λέει τώρα, σα θυμάται τη νιότη του ο προεστός, ότι έπρεπε κι εγώ να ξαπαντιέμαι. Εκείνοι όμως τάχανε καλά με την αστυνομία κι εγώ όχι. Έτσι κάθε τόσο ρχόντανε σπίτι ο νοματάρχης με τους χωροφυλάκους για έφοδο να μου πάρουν το κουμπούρι. Άμα ρίξεις αγκίστρι στο κούφιο του τσατμά κουμπούρια θα ψαρέψεις.
Πάσα βράδυ την έβανα στο νου μου κι εκείνη την έρμη που την είχανε περιορισμένη σα σε φυλακή. Κι αμα καμιά φορά κατάφερνε να ξεφύγει και νάρθει να με δει το πλήρωνε με βασανιστήρια κι εγώ με πόλεμο για μέρες και βδομάδες. Σ’ αυτήν την κατάσταση έμαθα το πιοτί και μοναχά μεθυσμένος αποφάσιζα να περάσω μεσ’ απ’ το τουφεκίδι τους.
Είχαμε πόλεμο στη γειτονιά, πάσα βράδυ, ίσαμε που κίνησε ο εμφύλιος κι έφυγα απ’ το χωριό. Αυτοί οι διαόλοι εχτός που έδερναν μέχρι σακατεμού την αδερφή τους και τη μητριά τους, τους ρίχτηκαν κιόλας, δεν ξέρω αν τις αποβίασαν. Στο τέλος ανάγκασαν τον πατέρα τους και τις έδιωξε και τις δυο, γυναίκα και θυγατέρα κι ούτε που ξέρω τη πόρο πήρανε, απ’ το χωριό χάθηκαν. Τι τα θέλεις, τα χρόνια δε γυρίζουνε πίσω…
*Τσατμάς=δομική κατασκευή (είδος τοιχοποιίας), στην οποία πρώτα κατασκευάζεται ένας ξύλινος σκελετός και στη συνέχεια τα κενά γεμίζονται με λιθαράκια, κλαδιά, καλάμια κ.ά. και καλύπτονται με σοβά.
*Πυτιά: εμφανίζεται στο γαστρικό υγρό νεαρών ζώων (μοσχαριών, αρνιών, κατσικιών) στο τέταρτο στομάχι των μηρυκαστικών το λεγόμενο ήνυστρον. Παρασκευάζεται με εκχύλιση και συγκεκριμένα με διάλυμα χλωριούχου νατρίου των στομαχιών αυτών των ζώων, που εκτρέφονται αποκλειστικά με μητρικό γάλα. Η πυτιά χρησιμοποιούνταν για την πήξη του γάλακτος και την μετατροπή του σε τυρί. Η καλύτερη πυτιά θεωρούνταν του κατσικιού. Πλέον στην τυροκομία χρησιμοποιείται τεχνητή πυτιά. ΠΑΛΗΓΕΩΡΓΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ

Από xiromeropress