agrinio
Το Αγρίνιο είναι η μεγαλύτερη πόλη του Νομού Αιτ/νίας και είναι ο κρίκος που συνδέει την Αιτωλία με την Ακαρνανία. Η θέση της πόλης, στην γη της Αιτωλοακαρνανίας, ορίζεται από τον υδάτινο αρχαίο θεό Αχελώο που κυλά δίπλα της και κείτεται στα ΒΔ της λίμνης Τριχωνίδας, στην άκρη σχεδόν του «μεγάλου αιτωλικού πεδίου». Βρίσκεται στους πρόποδες του Παναιτωλικού και σε υψόμετρο 90 μέτρα.
Η ιστορία της πόλης χάνεται στα βάθη των αιώνων, καθώς κατοικήθηκε από τα πρώιμα χρόνια της προϊστορικής περιόδου. Το Αγρίνιο είναι η μεγαλύτερη πόλη του νομού Αιτωλοακαρνανίας και αριθμεί πληθυσμό 90.000 κατοίκων.
Το Αγρίνιο είναι μια πόλη που η ιστορία του χάνεται μέσα στους αιώνες. Η αρχική του τοποθέτηση δε βρισκόταν στη θέση που είναι σήμερα η πόλη. Μέχρι το 1923 υπήρχε η άποψη ότι το αρχαίο Αγρίνιο βρισκόταν νότια της σημερινής Σπολάιτας, στην ανατολική όχθη του Αχελώου, απέναντι από την αρχαία Στράτο. Η υπόθεση αυτή έγινε εξαιτίας υπολειμμάτων τείχους που διακρίνονται στην περιοχή. Η άποψη αυτή υποστηρίχτηκε κυρίως από τον περιηγητή Bazin, ο οποίος με τη σειρά του στηρίχτηκε στην περιγραφή του Πολύβιου, που ήδη έχει προαναφερθεί και αφορά την πορεία του Φιλίππου του Ε΄ της Μακεδονίας, καθώς κατευθύνονταν προς το αρχαίο Θέρμο. Είναι σκόπιμο να θυμηθούμε τον Πολύβιο που αναφέρει: «Διαβάς δε Φίλιππος τον Αχελώον ποταμόν, … παρήει δε εκ μεν ευωνύμων απολείπων Στράτον, Αγρίνιον, Θεστιείς, εκ δε δεξιών Κωνώπην, Λυσιμαχίαν, Τριχώνιον, Φοίτεον».[1]Η θέση του Bazin αμφισβητήθηκε από τον Κ. Ρωμαίο, ο οποίος, μη έχοντας σαφή ευρήματα που να μαρτυρούν την ακριβή τοποθέτηση της αρχαίας πόλης, πίστευε ότι το τείχος της Σπολάιτας δεν ήταν το αρχαίο Αγρίνιο, αλλά ακριτικό φρούριο αυτού.[2]
Υπήρχαν ακόμη και άλλες γνώμες αναφορικά με τη θέση του αρχαίου Αγρινίου. Έτσι κάποιοι ήθελαν αυτό να βρίσκεται στα Άγραφα, στη χώρα των Αγραίων, κάποιοι στην τοποθεσία του σημερινού Βλοχού και κάποιοι άλλοι στο «Παλιόκαστρο» του Μαλευρού. Η πληρέστερη άποψη για τη θέση του αρχαίου Αγρινίου διατυπώθηκε από τον Άγγλο περιηγητή Leake, σύμφωνα με τον οποίο το αρχαίο Αγρίνιο βρισκόταν 3 χλμ. ΒΔ της σημερινής πόλης, κοντά στη σημερινή Μεγάλη Χώρα (Ζαπάντι).[3] Η οριστική απάντηση για την ακριβή θέση του αρχαίου Αγρινίου δόθηκε το 1927, οπότε η αρχαιολογική σκαπάνη, «…με τη διεύθυνση του τότε εφόρου αρχαιοτήτων Ι. Μηλιάδη και με δαπάνες του Δήμου Αγρινίου και των αδελφών Παπαστράτου»,[4] στη θέση «κτήμα Μαρίτσα», 2 χιλιόμετρα ΒΔ του σημερινού Αγρινίου, έφερε στο φως τα στοιχεία εκείνα που αποδεικνύουν ότι εκεί βρίσκονταν η αρχαία πόλη.[5]
Ο μύθος θέλει το Αγρίνιο να οφείλει το όνομά του στον Άγριο, το γιο του βασιλιά της Πλευρώνας και Καληδόνας, Πορθάονα και της Ευρύτης. Χαρακτηριστικά ο Όμηρος αναφέρει: «…Πορθεί γαρ τρεις παίδες ευμύμονες εξεγένοντο…Άγριος ηδέ Μέλας, τρίτατος δ’ ην ιππότα Οινεύς»[6] Ο μύθος, συνεχίζοντας, θέλει τον Άγριο να εκδιώκεται από την Πλευρώνα από το Διομήδη και να ιδρύει στη συνέχεια το Αγρίνιο.[7]
Το Αγρίνιο… είναι ο κρίκος που συνδέει την Αιτωλία και την Ακαρνανία.
Η θέση της πόλης, στην γη της Αιτωλοακαρνανίας, ορίζεται από τον υδάτινο αρχαίο θεό Αχελώο που κυλά δίπλα της.
Η ιστορία της πόλης χάνεται στα βάθη των αιώνων, καθώς κατοικήθηκε από τα πρώιμα χρόνια της προϊστορικής περιόδου. Το Αγρίνιο είναι η μεγαλύτερη πόλη του νομού Αιτωλοακαρνανίας και αριθμεί πληθυσμό 90.000 κατοίκων.
Ο ιστορικός του Αγρινίου, Γεράσιμος Παπατρέχας γράφει για την μυθολογία της περιοχής:
«Η παράδοση του Άγριου, του ήρωα οικιστή και γενάρχη, παράδοση που, όπως φαίνεται, κράτησαν με ευλάβεια οι κάτοικοι του Αγρινίου των ιστορικών χρόνων, είναι η επιβεβαίωση της συνοίκησης τουλάχιστον από τα τέλη της δεύτερης χιλιετηρίδας».
Από το βιβλίο του Γεράσιμου Παπατρέχα «Ιστορία του Αγρινίου» παραθέτουμε εδώ το μύθο του Αγρίου, που χρονολογείται στην Υστεροελλαδική περίοδο (1600-1100 π.Χ.).
Ο ιστορικός Παπατρέχας αναφέρει:
«Ό Άγριος ήταν γιος του Πορθέα και τρισέγγονος του ήρωα Αιτωλού, του αρχηγέτη των Αιτωλών. Αλλά καλύτερα να ξεδιπλώσουμε, όσο γίνεται, τον Αιτωλικό μυθολογικό κύκλο και να δούμε το γενεαλογικό δέντρο αυτής της πολύκλαδης βασιλικής γενιάς. Στην πλούσια Ήλιδα βασίλευε ο Ενδυμίων, γιος του Αέθλιου, (ή του Δία), και της Καλύκης, που πήρε, για σύζυγο του και βασίλισσα, την Υπερίππη, κόρη του Αρκάδος ή του Ζήσου. Από τον γάμο αυτό γεννήθηκαν τρεις γιοι, ο Επειός, ο Αιτωλός, και ο Παίων. Σαν μεγάλωσαν οι γιοι του, ο Γέρο – Ενδυμίων αποφάσισε να χρίσει διάδοχο του τον ικανότερο απ’ αυτούς και γι’ αυτό υποσχέθηκε το θρόνο σε’ κείνον που θα έβγαινε νικητής σε αγώνα σταδιοδρομίας στην Ολυμπία. Έτσι κι έγινε. Νικητής αναδείχτηκε ο Επειός, που διαδέχτηκε τον πατέρα του. Αργότερα ανέβηκε στο θρόνο ο Αιτωλός που όμως αναγκάστηκε να τον εγκαταλείψει, όταν σκότωσε τον Ατή, το γιο του βασιλιά του Αργούς Φορωνέα. Καταδιωκόμενος από τους γιους του σκοτωμένου πέρασε το στενό του Ρίου, επιβλήθηκε στους Κουρήτες και αδιαμφισβήτητος ηγέτης πια, έδωσε τ΄ όνομά του στη χώρα. Από το γάμο του με την Προνόη, θυγατέρα του Φόρθου, απόχτησε δυο γιους, τον Καλυδώνα και τον Πλευρώνα. Μετά το θάνατο του Αιτωλού στη διαμάχη που ξέσπασε, επικράτησε η γενιά του Πλευρώνα, αλλά η πόλη που ίδρυσε ο Καλυδών διατήρησε το όνομα του. Τον Πλευρώνα διαδέχτηκε ο γιος του Αγήνωρ κι από το γάμο του με την Επικάστη γεννήθηκε ο Πορθάων ή Πορδεύς, που πήρε το θρόνο της Καλυδώνας. Αυτός απόχτησε τρεις γιους και μια κόρη, από το γάμο του με την Ευρύτη, τον Άγριο, τον Οινέα και μια κόρη, τη Στερόπη, που την πήρε γυναίκα του ο Αχελώος. Ο Άγριος απόχτησε πολλούς γιους κι αναφέρονται οι Ογχηστής, θερσίτης, Πρόδοος, Κελευτωρ, Λυκωπεύς και ο Μελάνιππος. Απ’ αυτούς ο χωλός θερσίτης έμεινε στην ιστορία ως συνώνυμο της ασχήμιας, της αυθάδειας και της αμετροέπειας. Αυτοί οι έξι γιοι έκριναν, ότι δεν ήταν ανεκτό να κατέχει το θρόνο της Καλυδώνας ο γέρο – Οινέας, γι’ αυτό και τον εκδίωξαν κι ανέβασαν τον πατέρα τους. Μάλιστα, κατά τον Απολλόδωρο, φυλάκισαν και βασάνισαν το γέροντα βασιλιά. Καταφθάνει όμως τιμωρός ο φοβερός Διομήδης του Αργούς/ εγγονός του Οινέα από το γιο του Τυδέα, φονεύει τους γιους του σφετεριστή και αποκαθιστά τον πάππο του στο θρόνο. Ο Άγριος γλυτώνει, έρχεται στο ΒΔ άκρο της Αιτωλίας και ιδρύει την πόλη που της έδωσε τ’ όνομα του.
Σε μια από τις πολλές παραλλαγές του μύθου «ο Άγριος» παρουσιάζεται ως τιμωρός. Όταν ο ανηψιός του ο Τυδέας, γιος του Οινέα, σκότωσε τον αδελφό του Ωλενία ή τους εξαδέλφους του γιους του Μέλανα, ο θείος του Άγριος τον κατεδίωξε, τον εξανάγκασε να εγκαταλείψει την Καλυδώνα και να καταφύγει στο Αργός, όπου νυμφεύτηκε την κόρη του Αδράστου Διηπύλη και γέννησε τον Ομηρικό ήρωα Διομήδη».
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή το όνομα του Αγρινίου έχει οπωσδήποτε σχέση με το όνομα ενός αρχαίου λαού, που έζησε σ’ αυτή την περιοχή, των Αγραίων. Οι Αγραίοι ή Αγριάνες, πρώτοι κάτοικοι του Αγρινίου, κατέβηκαν από τα Άγραφα, ακολουθώντας το ρεύμα του ποταμού Αχελώου. Υπάρχει όμως και τρίτη άποψη, σύμφωνα με την οποία το όνομα Αγρίνιο οφείλεται στο Θεό «Άγριο Απόλλωνα»,[8] που ήταν θεός του κυνηγιού και λατρεύονταν στην περιοχή.
Ως πόλη το αρχαίο Αγρίνιο γίνεται γνωστό στην ιστορία στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα και ειδικά το 321 π.Χ. Είναι η εποχή κατά την οποία οι Αιτωλοί αναδεικνύονται σε σημαντική στρατιωτική
[1]Πολύβιος V, 6.
[2] Κ. Ρωμαίος, Αρχαιολογικό Δελτίο 1922, 25, σελ. 7.
[3] Leake, Travels in Northern Greece 1, σελ. 156.
[4] Σ. Π. Γερολυμάτος, Αγρίνιο, εφ. Νέοι Καιροί, 28-11-2005, σελ.14.
[5]Αιτωλοακαρνανική και Ευρυτανική Εγκυκλοπαίδεια, σελ 177-178.
[6]Ομήρου Ιλιάδα, Ξ, 115,116.
[7] Β. Κωστόπουλος, Ε. Μπούρου, Αιτωλοακαρνανία, Αγρίνιο 2001, σελ. 17.
[8]Αιτωλοακαρνανική και Ευρυτανική Εγκυκλοπαίδεια, σελ 176.
Το 13οαιώνα Αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός. Αυτός έχτισε στην περιοχή που βρίσκονταν το αρχαίο Αγρίνιο νέα πόλη δίνοντας την ονομασία Μεγάλη Χώρα. Στόχος του ήταν να συγκεντρώσει τους υπάρχοντες μικροοικισμούς των κατοίκων της περιοχής που ασχολούνταν κατά κύριο λόγο με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Με την πάροδο των χρόνων η πόλη αναπτύσσεται, παράλληλα δε αρχίζει να χρησιμοποιείται και το όνομα «Βραχώρι». Το 1294, στη Μεγάλη Χώρα, χτίστηκε λαμπρός ναός αφιερωμένος στην Παναγία, από την Άννα, τη σύζυγο του Δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρου. Σήμερα σώζονται ερείπια του ναού αυτού.
Το 1294 η περιοχή αποτελεί τμήμα του Δεσποτάτου της Ηπείρου και δίνεται ως προίκα στη Θάμαρ, κόρη του Δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρου, παντρεύοντάς την με το Φίλιππο, γιο του ηγεμόνα του Τάραντα, Κάρολου Β΄ του Ανδεγαυού. Ο Φίλιππος απόκτησε επίσης και τα δικαιώματα επί της διαδοχής του θρόνου της Ηπείρου.[1] Μετά από μια περίοδο έντονων διενέξεων το διάστημα 1340-1355 η περιοχή, μαζί με όλο το Δεσποτάτο της Ηπείρου, πέφτει στα χέρια του Στέφανου Δουσάν, ηγέτη των Σέρβων. Μετά το θάνατο του Δουσάν η αυτοκρατορία του διαμελίζεται και η περιοχή περνά στην εξουσία των Αλβανών που έχουν γενικό αρχηγό τον Κάρολο Τόπια. Τότε δημιουργήθηκαν τέσσερα μικρά κράτη. Ένα από αυτά ήταν το κράτος του Μπούα, στο οποίο υπάγονταν το Βραχώρι. Τα κράτη αυτά έρχονται σε ρήξη μεταξύ τους με αποτέλεσμα την εμπλοκή των Τούρκων, που κατείχαν ήδη τη Μακεδονία, την εισβολή αυτών στην Αιτωλοακαρνανία και την καταστροφή της.[2]
[1]Γεώργιος Βάρσος, Ιστορία Δυτικής Στερεάς Ελλάδος, Αθήναι 1960, σελ. 92.
[2]Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια Υδρία, λ. Αγρίνιο, σελ. 53-55,
ΠΗΓΗ:
Βασίλειος Κωστόπουλος
Δ/ντής 1ουΔ. Σ. Αγρινίου
Δάσκαλος – Μαθηματικός
Συγγραφέας
Ελένη Μπούρου
Δασκάλα
http://agriniomemories.gr/

Από xiromeropress