Παληγεώργος Γεώργιος

Σήτα, αρήλογος, δριμόνι, κρησάρα, όλα τα κόσκινα κρεμασμένα στον πίσω τοίχο στο κατώι.Μια ζωή…
Ένα κόσκινο εσύ ο ίδιος στο βάλτο, ένα κόσκινο το μυαλό σου στο εκκρεμές ανάμεσα στον πόνο και την απελπισία, ένα κόσκινο τα φτερά σου στης ζωής το ταξίδι, ένα κόσκινο η καρδιά σου σ’ ένα καράβι που ταξιδεύεις τη νύχτα. Ένα κόσκινο τ’ αστέρια τ’ ουρανού ανάμεσα σε σένα και στο απέραντο του σύμπαντου.
Το φευγιό σου ένα κόσκινο κι αυτό κι ανησυχείς μη κι αδίκησες κάποιους, μη κι είναι το κόσκινό σου δασύ ή αγανό, μη κι είναι δριμόνι κι αρήλογος ή κρησάρα και σήτα τ’ αλευριού. Ανησυχείς μη κι αδίκησες την πατρίδα σου, μη κι αδίκησες τα όνειρά σου, μη κι αδικήσεις την Ιθάκη σου. Πλιότερο σε βασανίζει τώρα που φεύγεις, μη κι αδίκησες κάποιον γκαρδιακό σου. Μη κι υπάρχει κάποιος που πρι μισέψεις πονεί για σένα ή το πλιότερο πόνεσε και πονεί από σένα κι εσύ δεν έλαβες πρόνοια να τον τηράξεις γλυκά, συμπάθειο να του γυρέψεις, να του δώκεις πίσω το δίκιο του, να του δώκεις καρδιά.
Λες να βάλεις φτερά στην καρδιά σου, ότι λες, αύριο θα ξημερώσει καινούρια μέρα, μα παίρνεις και ψελλίζεις, «και συ χαμένη μου πατρίδα μακρινή θα γίνεις χάδι και πληγή, σαν ξημερώσω σ’ άλλη γη» και θολώνουν τα μάτια σου• μόνος κάτω απ’ τ’ αστέρια, πα στο καράβι που ταξιδεύει τη νύχτα. Η καρδιά σου κόσκινο!
Θυμάσαι τη μάνα σου να τρίβει το φρέσκο τραχανά στον αρήλογο και να μονολογεί, να ξεδιαλέγει τους γνωστούς και τους γειτόνους, ακόμα και τους συγγενείς φορές. Θυμάσαι τον πατέρα σου να εξοργισμένο να μονολογεί και να βάνει στόχο να ξεχωρίσει τον αζαπίτη απ’ τον αγαθό συνορίτη καθώς την ήρα απ’ το στάρι. Μια ζωή κόσκινο… Λιγόστεψαν οι φίλοι κι οι δικοί, φύγανε στη λησμονιά οι έρωτες που σ’ έκαναν να φτερουγίσεις, να ματώσεις, να νιώσεις, πάψανε τα μέρη που πόθαες με λαχτάρα• όλα πέρασαν από κόσκινο.
Υπάρχουν, βλέπεις, δυο τρόποι να συγχωρέσεις τους ανθρώπους που σε τσαλακώνουν, σε σακατεύουν κι έτσι θαρρούν πως σ’ αχρηστεύουν και σε στέλνουν στην ανυπαρξία ή έστω στην ανυποληψία. Ο ένας τρόπος να συχωρήσεις είναι να κάμεις πως δεν καταλαβαίνεις, ο δεύτερος να απομακρυνθείς και να ξεχάσεις. Κι οι δυο τρόποι είναι κόσκινα, δίχως όμως να κάμεις κορνιαχτό κι αντράλα. Μα κι αυτοί οι άνθρωποι που θα συγχωρέσεις είναι δυο λογιώ. Αυτοί που θα πάρουν τη συγχώρεσή σου σαν τιμωρία, ότι τους θεωρείς ανάξιους να τους τιμωρήσεις και θα σε μισήσουν πλιότερο κι αυτοί που θα πάρουν τη συχώρεσή σου σα δειλία. Ίσως υπάρχουν και κάποιοι άλλοι άνθρωποι, ελάχιστοι• ποσότης αμελητέα, όπως έλεγαν κι οι δάσκαλοι παλιά.
Είναι ταξικό το πρόβλημα είπε κάποιος και σε ρώτησε αν έχεις σκεφτεί ότι η ταξική κοινωνία φταίει για την ύπαρξη της αδικίας και για την συνεχή αναπαραγωγή της μεταξύ των ανθρώπων. Έχεις ακούσει κι έχεις ξεφυλλίσει τα περί ταξικής κοινωνίας κι ακόμα κάτι κρατάς απ’ τ’ άκουσμα αυτό, όμως όλα τα πέρασες απ’ την κρησάρα και φτάνεις στο αυταπάντητο ερώτημα, την ταξική κοινωνία ποιος την έκαμε; Την έκαμε ο άνθρωπος! Ο άνθρωπος που λέει ταυτόχρονα, πως είναι νομοτέλεια να πάψει η αδικία κάποτε, ο άνθρωπος των θρησκειών που λέει πως η αδικία θα πάψει στον άλλο κόσμο. Ποια εκδοχή είναι πιο κοντά στην αλήθεια; Αν φιλοσοφήσεις ως απλός άνθρωπος ίσως καταλάβεις ότι ο επαγγελματίας προπαγανδιστής των θρησκειών είναι πιο ειλικρινής-μεσ’ στην απέραντη υποκρισία του-, ότι καταλαβαίνεις, αφού σου υπόσχεται δικαιοσύνη μόνο στον άλλο κόσμο, ομολογεί καθαρά, όχι και τόσο άθελά του, πως η δικαιοσύνη που λαχταράς δε θα υπάρξει ποτέ. Ο άλλος άνθρωπος της νομοτέλειας, με την τσάντα της αποκλειστικής γνώσης της αλήθειας παραμάσκαλα, συσκοτίζει τα πράγματα στην αχλή του απροσδιόριστου μακρινού μέλλοντος.
Μένεις μόνος σου με το κόσκινο σε άκοπη δουλειά κι αλλάζεις φίλους-όλο και λιγότεροι σου μένουν- αλλάζεις προσεγγίσεις-οι βεβαιότητές σου χάνονται στο παρελθόν- αλλάζεις τόπους κι η καρδιά σου πονεί, δεν έχεις πατρίδα, απομένεις μόνος! Ταξιδεύεις νύχτα σ’ ένα καράβι, για νέες, πανάρχαιες ίσως ξενιτιές!
Ο κόσμος μεσ’ στη ζωή κυλάει σα λάβα της ιστορίας• κάποτε γίνεται γόνιμος, δίνει καρπούς πεντανόστιμους, σαν ανάμνησες παλιών, απερίγραπτων πόνων, σα συνθήματα που λένε φορές οι άνθρωποι με οίστρο κι ενθουσιασμό, «δεν περνάει ο φασισμός», καθώς προαιστάνονται το νέο φασισμό που θα ζυγώσει επελαύνοντας, σα λάβα. Ποιος φκιάνει το φασισμό;
Τι να σου κάνουν μια και δυο κρησάρες, τι να σου κάνει ο αρήλογος, αναρωτιέσαι. Πόσους ανθρώπους να ξεδιαλέξεις, πόσες πατρίδες να περάσεις από κόσκινο, πόσοι έρωτες θα σε κάμουν σοφό; Δίπλα σου όλοι οι άνθρωποι ανόμοιοι κόκκοι άμμου που πέρασαν από ίδιες ή παρόμοιες κρησάρες κι αποτελούν την αδικία και το δίκιο, μαζί σε μια ταιριαστή αιώνια κι απέραντη αντινομία.
Δεν υπάρχουν στεγανά. Εκεί λεύτερος κάθε μέρα θα υψώνεις την αμφιβολία σου, εκεί θα παίρνεις θέση κάθε στιγμή, εκεί θα περσεύεις σαν ενοχλητικό σκύβαλο στο κόσκινο των πολλών με τις πολλές βεβαιότητες. Εκεί θα γίνεσαι θύμα τους κάθε που θα σκορπίζεις μια βεβαιότητά τους.
Οι πολλοί φοβούνται, χρειάζονται το παραμύθι της βεβαιότητας για να κοιμηθούν. Οι πολλοί ποτέ δε θα κοσκινίσουν τις βεβαιότητες. Χρειάζονται οι άνθρωποι τις βεβαιότητες όπως το ψέμα απαράλλαχτα.
Ξημερώνει, το καράβι φτάνει σε νέα πατρίδα και δακρύζεις αναπολώντας και ψελλίζοντας «και συ χαμένη μου πατρίδα μακρινή, θα γίνεις χάδι και πληγή σαν ξημερώσω σ’ άλλη γη.»
Αναρωτιέσαι, άραγε μ’ αγάπησε κανένας, άραγε ‘κείνοι κατάλαβαν πόσο τους αγάπησα;
Σηκώνεις το κόσκινο, το χαϊδεύεις και το κάνεις ντέφι, «δε στόπα χαλασιά μου στα ξένα να μην πας»!
Οι ξενιτιές είναι παντού, τώρα το ξέρεις! Όμως κέρδισες τα ταξίδια και τα ναυάγια!
Ντέφι το κόσκινο στα χέρια του λεύτερου ναυαγού της αμφιβολίας! Αυτός ο ναυαγός είσαι εσύ!

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *