“Αγαπημένη μου,
Είμαστε στα ελληνοαλβανικά σύνορα…δεν ξέρω αν μαθαίνεται τα νέα μας, πριν μερικές μέρες, έπεσε ο πρώτος δικός μας νεκρός. Ήταν σε ένα απομακρυσμένο φυλάκιο, όταν χτύπησαν οι Ιταλοί. Τον έλεγαν Βασίλειο Τσιαβαλιάρη. Οι άτιμοι δεν περίμεναν να λήξει καν το τελεσίγραφο και εξαπέλυσαν τις ταξιαρχίες τους. Για λίγο καιρό με έβαλαν να βοηθάω στο νοσοκομείο και καθημερινά γεμίζει τραυματίες. Οι καιρικές συνθήκες είναι πολύ άσχημες και όλες σχεδόν οι μετακινήσεις γίνονται με τα πόδια.
Η βροχή πέφτει ασταμάτητα και βυθιζόμαστε στις λάσπες μέχρι το γόνατο. Εδώ ο χειμώνας έχει ήδη ξεκινήσει. Ο αέρας και τα χιόνια μας θερίζουν, τα ρούχα μας δεν προλαβαίνουν να στεγνώσουν και είναι συνέχεια παγωμένα.
Εμφανίστηκαν και οι πρώτες γάγγραινες στο τάγμα…και δίψα, πολύ δίψα. Τα όπλα μας είναι λιγοστά μπροστά στις δυνάμεις των Ιταλών, όμως εμείς είμαστε αποφασισμένοι, δεν σκύβουμε το κεφάλι. Πρέπει να εμποδίσουμε τους Ιταλούς να αποκόψουν την Ήπειρο από την Θεσσαλία.
Στις 2 Νοεμβρίου οι Ιταλοί βομβάρδισαν από αέρος τα Γιάννενα, λέγεται ότι σκοτώθηκαν άμαχοι. Δεν δουλεύω πια στο νοσοκομείο, πείρα την ιδιότητα του ΑΡΑΒΟΧΙΠΙ και προχωράω μαζί με το τάγμα μου προς το Καλπάκι. Εκεί λέγεται ότι δίνονται σκληρές μάχες και νικάμε. Προχωράμε πεζοί, χωρίς μεταγωγικά, για ατελείωτες ώρες, νηστικοί και άυπνοι, όμως δεν μπορούμε να σταματήσουμε, οι μάχες είναι κρίσιμες και εμείς πρέπει να αντέξουμε.
Στον αγώνα βοηθούν και οι γυναίκες των γύρω χωριών, ο Θεός να τις έχει καλά. Με θάρρος λιονταρίσιο και πολλές φορές με τα μωρά τους δεμένα στο στήθος, περνάνε μέσα από κακοτράχαλα μονοπάτια , κουβαλούν στην πλάτη τους κάσες με πυρομαχικά και όπλα, λιγοστό φαγητό και φάρμακα. Αναβαίνουν στις βουνοκορφές για να μας φέρουν τα εφόδια αψηφώντας τα χιόνια και τον εχθρό.
Τώρα που σου γράφω είναι ξημερώματα, εδώ και δυο ώρες έχει σταματήσει η βοή της ακατάπαυστης μάχη. Πίσω από το βουνό όλο το βράδυ οι λάμψεις των Ιταλικών οβίδων φώτιζαν τον ουρανό.

Οι μόνες στιγμές χαράς μας είναι κάποια βράδια που μαζευόμαστε και ακούμε τις αναφορές από τις άλλες μονάδες μας, με έναν λακωνικό τρόπο μας δίνουν ελπίδα και δύναμη για το πρωί που θα ξεκινήσουν και πάλι οι μάχες.
Όχι δεν θα πατήσουν την Ελλάδα, όχι δεν θα περάσουν.
Στο λαιμό έχω πάντα κρεμασμένο το σταυρουδάκι που μου έδωσες πριν φύγω, πάνε δυο χρόνια τώρα…”
…Το μέτωπο έπεσε με την εισβολή των Γερμανών και οι στρατιώτες μας ή ότι είχε μείνει από αυτούς γύρισαν σχεδόν πεζοί, χωρίς παπούτσια και σακατεμένοι από τις μάχες και τα κρυοπαγήματα.
Ο παππούς Βαγγέλης παρουσιάστηκε το 1938 στο στρατό στην Ήπειρο και τον βρήκε ο πόλεμος όντας φαντάρος εκεί σε ηλικία 22 ετών. Γύρισε και αυτός στο χωριό του στην ορεινή Αρκαδία με τα πόδια και ξυπόλητος. Τον θυμάμαι συχνά να μου διηγείται ιστορίες από τον πόλεμο με τα μάτια καρφωμένα στο κενό.
Ο παππούς Βαγγέλης και η γιαγιά Άννα παντρεύτηκαν το 1943.
Άννα Κοκκινοπούλου
thesecretgreece.gr

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *