%ce%ba%ce%b1%cf%84%cf%81%ce%b1%ce%ba%ce%b7%cf%82
Έκανε την πρώτη του θεατρική εμφάνιση στα 1927 και λίγο αργότερα έπαιξε στο θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη. Εκεί τον πρόσεξε ο Φώτος Πολίτης και τον προσέλαβε στο Εθνικό Θέατρο, όπου βρέθηκε να παίζει δίπλα σε όλους τους μεγάλους πρωταγωνιστές της εποχής του.
Τον Οκτώβριο του 1940 κατατάχτηκε στο στρατό, μια μέρα μετά την πρεμιέρα του έργου «Ο Έμπορος της Βενετίας», στο οποίο είχε πρωταγωνιστικό ρόλο. Πολέμησε σε όλη τη διάρκεια του πολέμου και κηρύχτηκε αγνοούμενος για να επιστρέψει τελικά, μετά από πολλές περιπέτειες, στο σπίτι του.
Στην κατοχή οργανώθηκε στο ΕΑΜ και πρωτοστάτησε στις απεργίες των ηθοποιών που διαμαρτύρονταν για την πείνα και τις εκτελέσεις. Στα 1943 συνέβαλε στην ίδρυση του Κρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης, στο οποίο και έπαιξε μέχρι το 1946. Μετά επέστρεψε στην Αθήνα και άρχισε να παίζει στο θέατρο με τον Λογοθετίδη, τον Μυράτ και τη Λαμπέτη, αργότερα προσλήφθηκε πάλι στο Εθνικό, μέχρι που το 1947 αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση μετάνοιας και ακολούθησε το δρόμο προς τα «κολαστήρια»: Ικαρία, Μακρόνησο, Αϊ-Στράτη. Επέστρεψε από την εξορία το 1952, αλλά δυσκολεύτηκε πάρα πολύ για να βρει ξανά δουλειά. Μάλιστα στεκόταν με τις ώρες έξω από το καφενείο του Λουμίδη, όπου σύχναζαν πολλοί καλλιτέχνες της εποχής, μήπως καταφέρει να προσληφθεί σε κάποιο θέατρο.
πηγές:
Ο αγωνιστής της υποκριτικής
Μάνος Κατράκης

ΣΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ[ΠΗΓΗ ΦΩΤΟ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ]
ΣΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ[ΠΗΓΗ ΦΩΤΟ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ]

η εξορία
Ναι, ήταν εξορία στη Μακρόνησο. Στον Αϊ – Στράτη. Ζούσε σε σκηνές που τις έπαιρνε κάθε τόσο ο δυνατός αέρας του νησιού. Κουβαλούσε άσκοπα πέτρες απ’ τη μια άκρη της πλαγιάς στην άλλη. Μετά έπρεπε να τις φέρει πάλι πίσω. Ώρες αυτή η δουλειά. Και τα μεγάφωνα είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο να τσιρίζουν το ίδιο τραγούδι: «Ως και γράμματα μου στείλανε ανώνυμα, από δω και πέρα κάτσε φρόνιμα».
Ψηλός και στητός, γίγαντας παραμυθιού, άντεχε κάτω απ’ τις βροχές και τις κακουχίες, τα βασανιστήρια, το σακί μαζί με τη γάτα μέσ’ στη θάλασσα, και τις προσβλητικές βρισιές του ομαδάρχη, που σκύλιαζε απ’ το κακό του μπροστά στην αφοσίωση και την πίστη στην ιδέα. Όλ’ αυτά για μιαν ιδέα! Κυνηγητό αδυσώπητο στη μισή του ζωή. Για μιαν ιδέα! Συνεχής αγώνας για μιαν ιδέα! Στέρηση… για μιαν ιδέα!
ΑΛΙΚΗ ΓΕΩΡΓΟΥΛΗ «ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΕΝΙΝ ΣΤΟΝ ΒΕΡΣΑΤΣΕ»
Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ
η μητέρα του
Η Αλίκη Γεωργούλη θυμάται τη μητέρα του Μάνου Κατράκη:
Τη θυμάμαι την κυρά Ειρήνη, μύτη με μύτη με το ραδιοφωνάκι, η χρυσή μου είχε κι αυτή μεγάλη μύτη. Θεός σχωρέσ’ την, να ακούει τις εκπομπές του γιου της. Τη χάζευα. Κάθε τόσο σήκωνε το κεφάλι της. Με κοίταζε επίμονα και έλεγε: «Την άκουσες ετούτη τη φωνή; Εγώ του την έχω δώκει».
Όταν έβρεχε ή χιόνιζε, κι ο Μάνος ήταν ακόμα εξορία, αυτή η κοντακιανή γριούλα, πετσί και κόκαλο, και ρυτίδα, ανέβαινε στην ταράτσα της οδού Αβέρωφ να βρέχεται και να κρυώνει μαζί με το παιδί της που το βασάνιζαν στο νησί. «Παναγιά μου να λευτερωθεί, μα να μην την ηπατήσει!», την υπογραφή ήθελε να πει, να μην την πατήσει, πως καταδικάζει τον κομμουνισμό και τέτοια… Να μην τα υπογράψει εκείνα τα χαρτιά του εξευτελισμού που είχαν εφεύρει για να καταρρακώνουν τον άνθρωπο.
δε γινόταν να έχει ελαττώματα;
Και βέβαια του άρεσε ο τζόγος. Δεν καταλαβαίνω. Επειδή ήταν κομμουνιστής, δε γινόταν να έχει ελαττώματα; Είχε άλλωστε δικαιολογίες. Πάντα στην τσέπη του υπήρχε ένα δίφραγκο, ένα μόνο δεκάρικο ή ένα μόνο κατοστάρικο. Ε, αυτό το μοναδικό κατοστάρικο το έπαιζε ή στη λέσχη ή στον ιππόδρομο ή στον τηλεφωνικό κατάλογο, μονά – ζυγά, μπας και κερδίσει, να καλύψει κανένα χρέος. Και πάντα έχανε. Και πάντα χρωστούσε.
Γέμιζε το Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη, μεγάλες εισπράξεις, όμως υπέρογκα και τα έξοδα. Δεν τσιγκουνευόταν ούτε τα κοστούμια, ούτε τα σκηνικά, ούτε τους μουσικούς, ούτε τους χορευτάδες.
ΜΕ ΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΚΗ ΣΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ "ΣΥΝΟΙΚΙΑ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ"
ΜΕ ΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΚΗ ΣΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ “ΣΥΝΟΙΚΙΑ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ”

Και στα «Κύθηρα» του Αγγελόπουλου. Και εκεί ήταν υπέροχος. Πολλοί βγήκαν και κατηγόρησαν το Θόδωρο ότι τον σκότωσε: Μέσα στα κρύα, στις βροχές, στα κύματα τόσες ώρες… Απάνθρωπα γυρίσματα!
Ξέροντας τον Μάνο πιστεύω πως ήταν ευτυχισμένος. Στην ηλικία του, τον εμπιστεύονταν και τον χρησιμοποιούσαν σαν να ‘ταν ο παλιός λεβέντης. Νομίζω πως δε θα τον πείραζε καθόλου ακόμα και αν ξεψυχούσε πάνω σε κείνη την ανεμόδαρτη σχεδία της ταινίας.
ΑΛΙΚΗ ΓΕΩΡΓΟΥΛΗ «ΑΠΌ ΤΟΝ ΛΕΝΙΝ ΣΤΟΝ ΒΕΡΣΑΤΣΕ»
Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ

από τις αναμνήσεις του Θύμιου Καρακατσάνη
Τότε στη Μακρόνησο, σ’ εκείνο το «σχολείο επανένταξης», όταν έβλεπε να δέρνουν κανέναν αδύναμο, τους έλεγε «ρε, δέρνετε το γεροντάκι, ελάτε να δείρετε εμένα».
Στο έργο «Ντα», έφευγα απ’ το θέατρο κι έτρεχα να προλάβω τη σκηνή που περνάει πίσω από μια κλαίουσα (ήταν το σκηνικό), και πέρναγε ένας μεσήλιξ και έβγαινε απ’ έξω ένας ενενήντα τόσο χρονών, με πάρεση… και τρόμαζα με την ταχύτητα που γινότανε. Ήτανε ένα δέντρο, και μόλις το πέρναγε, μεταμορφωνότανε! Εννιά, δέκα φορές θα το είχα δει…
%ce%ba%ce%b1%cf%84%cf%81%ce%b1
(Ένα από τα τελευταία όνειρα της ζωής του Μάνου Κατράκη ήταν να παίξει τον Βασιλιά Ληρ με τον Θύμιο Καρακατσάνη ως γελωτοποιό).
Όταν ήρθε το ασθενοφόρο και τον πήρε, πήγα να κάτσω δίπλα, και μου λέει όπως είχε τη μάσκα του οξυγόνου:
«Πήρα μαζί και το έργο, τον Βασιλιά Ληρ».
Ε, δεν μπόρεσα να κάτσω δίπλα του, να πάω στο νοσοκομείο, λέω πηγαίνετε εσείς και θα ‘ρθω με το αυτοκίνητο, και βγήκα έξω κι άρχισα να χτυπιέμαι…, δεν μπορούσα να καταλάβω αν υπάρχει Θεός, πώς το κάνει αυτό…
από διήγηση του Θύμιου Καρακατσάνη στην Εύη Κυριακοπούλου
από την εκπομπή της ΕΡΤ ΑΝΤ’ ΑΥΤΟΥ
logomnimon.wordpress.com

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *