Το μαγαζάκι του μικρού χωριού δεν κραυγάζει αλλά ξεχωρίζει. Έχει δεν έχει ταμπέλα, μονόροφο ή διπλό, καμινάδα που καπνίζει, άντε νάχει και μια τζαμαρία αλλά πόρτα σίγουρα…
Σαν ανοίξεις το μάνταλο της ξύλινης παλιάς πόρτας, βρίσκεσαι σ’ έναν άλλο κόσμο, που σε υποδέχεται με το χαρακτηριστικό τρίξιμο. Όσοι είναι μέσα στρέφονται να κοιτάξουν την πόρτα που άνοιξε και τι καινούργιο τους έφερε.
Όλα εδώ δουλεύουν με τέτοιο τρόπο που στην κλειστή κοινωνία του χωριού δεν υπάρχουν μυστικά. Το τρίξιμο είναι μέρος του τόπου και δεν λείπει. Ακόμη και αν η πόρτα δεν έτριζε, το ξύλινο πάτωμα θα ήταν αυτό, που θα φρόντιζε να κάνει αισθητή την παρουσία σου στο χώρο.
Με τα πρώτα χαιρετίσματα και καλωσορίσματα στους παρευρισκόμενους χωριανούς, ανάμεσα σε φωνές, που για μια στιγμή καταλαγιάζουν, βολεύεις τα πράγματά σου απαντώντας από μόνος σου σε όσα ήθελαν να μάθουν γρήγορα, διευκολύνοντας έτσι κατά πολύ τα πράγματα. Είναι και αυτός ένας τρόπος προσέγγισης των ανθρώπων στα χωριά να δώσεις την ευκαιρία να καταλάβουν ότι και εσύ ο ξενόφερτος μιλάς την γλώσσα τους, ότι γνωρίζεις κάποια πράγματα, ότι είσαι και εσύ από χωριό και ας χώθηκες στης μεγαλούπολης το κάστρο. Τα νέα που φέρνει ένας ξένος στον τόπο τους είναι πολύ σπουδαία γι αυτούς μπροστά στην αδιατάραχτη πραγματικότητα της μικρής κοινωνίας του χωριού.

Γρήγορα όλα παίρνουν τον δρόμο τους. Κουβέντες, γέλια, πειράγματα και πάνω απ’ όλα η φωνή του μαγαζάτορα να μαλώνει τους συγχωριανούς του να αφήσουν να πάρει ανάσα ο φιλοξενούμενός τους.
Είναι τόσο ζεστά και φιλικά τα ανθρώπινα λόγια που ξεδιπλώνονται μέσα στο μαγαζάκι, μετά από αυτές τις ψηλές παγωμένες κορφές!
Όση ώρα οι χωριανοί γυροφέρνουν τα νέα που τούς έφερες, βρίσκεις την ευκαιρία να χωθείς στην ξύλινη καρέκλα κοντά στην σόμπα που καίει και να το απολαύσεις. Αφήνεις την ματιά να γυροφέρει στο εσωτερικό του μαγαζιού, μέχρι κάποιο πρόχειρο φαγητό να ετοιμαστεί για σένα. Μέχρι να γίνει αυτό κάποιος έχει κεράσει ένα γύρο τα ποτά. Θέλεις να ανταποδόσεις την χειρονομία και σηκώνοντας το χέρι κάνεις νόημα στον μπάρμπα-Γιώργη, εννοώντας «μία από τα ίδια», αμέσως όμως εγκαταλείπεις την σκέψη σου, γιατί έστω και την τελευταία στιγμή αντιλαμβάνεσαι ότι θα παρεξηγηθείς. Έχουν κιόλας αγριέψει οι χωριανοί που σε μαλώνουν, τονίζοντας ότι στο χωριό τους κάθε ξένος είναι φιλοξενούμενός τους. Τούτες οι στιγμές μετά από μέρες κουραστικής προσπάθειας και έντασης είναι αυτό που θα αποζητούσε κανείς πιότερα. Αυτή η ζεστασιά με τους ανθρώπους του απομονωμένου χωριού είναι πιο δυνατή και απ’ αυτή της μεγάλης στόφας που καίει στη μέση.
Είναι η ανθρώπινη επαφή που αποζητάς μετά από μέρες απομόνωσης. Είναι η διπλή χαρά, που απορρέει από την ολοκλήρωση της διαδρομής σου στα ψηλά, μαζί με την αυθόρμητη τάση να μοιραστείς με τους συνανθρώπους σου αυτό που έκανες.


Το μαγαζάκι είναι ένας χώρος συνάντησης και ανταλλαγής για το χωριό, ένας χώρος κοινός για όλους, είναι ένα είδος παντοπωλείου και καφενείου μαζί. Είναι όλο το χωριό συμπυκνωμένο εδώ.
Γύρο στα ξύλινα ράφια αραδιασμένα τα πιο απίθανα πράγματα. Πράγματα που έχουν ξεχαστεί, αφανιστεί από τις μεγαλουπόλεις. Εδώ βρίσκεις από βελόνα μέχρι ψάρια. Όλα στοιβαγμένα ανάλογα με τις ανάγκες ζήτησης. Μπροστά ο παστωμένος μπακαλιάρος και οι ρέγκες, άθε λογής όσπριο, η ζάχαρη, ο καφές, το αλάτι.
Ψηλότερα οι ντενεκέδες, σωροί οι τριχιές και οι αλυσίδες και πιο πέρα τα λαμπόγυαλα. Μέσα σε ανοιχτά συρτάρια οι δαντέλες, οι βελόνες και οι κλωστές και από πάνω οι μπογιές. Από το ταβάνι κρέμονται τα λουκάνικα και για πρώτη ζήτηση το ταψί με την «ψύχα» των καρυδιών απαραίτητη για τα γλυκά του Πάσχα που πλησιάζει.
Ανάμεσα σε όλα αυτά, στην γωνία, χώρος για κουζινικά με την βρύση και πιο πέρα το πετρογκάζ για ιδιαίτερες ανάγκες. Σε βολική μεριά για τον μπάρμπα-Γιώργη ο χώρος με τα σύνεργα για τα καφεδάκια. Ο καφές εδώ ακόμη ψήνεται στην άμμο, όπως και το τσίπουρο σερβίρεται ζεστό, «αν θες σου βάζω και ολίγη ζάχαρη».
Πιο κει το ντιβάνι –είναι και σπιτικό συγχρόνως– και οι καρέκλες με τα τραπέζια. Καταμεσής η αυτοσχέδια ξυλόσομπα καμωμένη από φιάλη πετρογκάζ –η φτώχια τέχνες κατεργάζεται– με ανάλογα μπουριά, και κοντά σ’ αυτά η φωτογραφία κάδρο του παππού του μπάρμπα-Γιώργη, να ζεσταίνεται κοιτάζοντας από ψηλά.
Από τον «προπάππο μου τόχουμε και το κρατάμε ακόμη». Πολλών χρήσεων από ΓΕΝΙΚΟΝ ΕΜΠΟΡΙΟΝ μέχρι το καφενεδάκι της μικρής κοινωνίας, με τις ψάθινες καρέκλες, τους παλιούς μουσαμάδες, τα ράφια με τις σκονισμένες φιάλες, εκτός από φορείς παράδοσης είναι εστίες συλλογικής ζωής. Τόποι συνεύρεσης ανθρώπων και αντικειμένων, πολλαπλών χρήσεων, σ ένα μικρό χώρο. Στα μαγαζάκια αυτά του ορεινού χώρου, οι άνθρωποι των μικρών κοινωνιών, που λειτούργησαν, βοήθησαν κόσμο και κοσμάκη. Μετά την εκκλησία και το σχολείο, το μαγαζί είναι εκείνο στάθηκε εκεί, συμπαραστάτης του απομονωμένου ανθρώπου. Με τα χρόνια το χωριό έχασε τον παπά του, το σχολείο έκλεισε, και το μαγαζάκι, σε πείσμα των καιρών αντιστέκεται . Μπορεί να χάθηκε η αίγλη αλλοτινών χρόνων, αλλά αυτό είναι εκεί. Χώρος μάζωξης των κατοίκων, περαστικών, ενός τσίπουρου στάση, και χωρίς πολλά –πολλά στο πότε στήνεται και γλεντάκι.
Σήμερα αυτά τα λιγοστά εναπομείναντα μαγαζάκια στα ορεινά χωριά μας, κοιτίδες πολιτισμού, έρχονται από το παρελθόν συμπορεύονται με τους ανθρώπους αδιαφορώντας για την εξέλιξη των καιρών μας.


Η εσωτερική διακόσμηση, που όπου υπάρχει ελεύθερος χώρος σε τοίχο, βλέπει κανείς κάδρα με φωτογραφίες προπάππων, των παιδιών τους όταν ήταν φαντάροι, χάρτες του τόπου, αφιερώματα από τους χωριανούς, γνωμικά σε λαδόκολλα αγκιστρωμένα στον τοίχο και, στα ορεινά της Πίνδου, πρωτοστατούν οι μορφές των ηρώων των Κατσαντώνη και Πατροκοσμά..
Ανάμεσα σε αντικείμενα και ανθρώπους, η ματιά μου περιδιαβαίνει παραδομένη στα παλιά αντικείμενα, τα ξύλινα έπιπλα, τα εργαλεία, ρολόγια, τη σόμπα που είναι ιδιοκατασκευή σοφής μεταποίησης άλλου αντικειμένου (βαρέλι ή θερμοσίφωνας) για να μετατραπεί σε σόμπα που πετυχαίνει άριστα το τελικό σκοπό, αφίσες, ζυγαριές κλπ.
Οι εικόνες του τοίχου μοιάζουν στεριωμένες σε ένα σκηνικό, που τις περιβάλλει και τις περιέχει, προδίδοντας ήρεμη εξοικείωση με τις διεργασίες του χρόνου. Καθώς εναρμονίζονται με την ατμόσφαιρα και την ηλικία των χώρων, δυσκολεύεται να αποφασίσει κανείς αν απλά ενοικούν στους χώρους ή είναι φύλακες ενός κόσμου τον οποίο διατηρούν στη ζωή και εξ αιτίας του οποίου διατηρούνται οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες, καθώς είναι άρρηκτα συνυφασμένοι μαζί τους. Τα ράφια με τα είδη πρώτης ζήτησης και ανάγκης, στο απομονωμένο ορεινό χωριό, τα φθαρμένα ξύλινα ταβάνια με τους γυμνούς λαμπτήρες και κείνο το μυστηριακό φως που κιτρινίζει όχι από το πέρασμα του χρόνου, αλλά από τον καπνό των τσιγάρων.
Τούτα τα μαγαζάκια, πάνω από έναν αιώνα ζωής, κουβαλούν μέσα τους την δική τους ιστορία και μαζί την ιστορία του τόπου. Και τι δεν θα είχαν να πουν σαν μιλούσαν. Το ηλεκτρικό ρεύμα έφτασε στο χωριό πρόσφατα, μόλις τα τελευταία χρόνια και όμως εδώ μέσα όλα μοιάζουν να μην το πιστεύουν, να μην βλέπουν την αξία του. Οι λάμπες του πετρελαίου και τα λυχνάρια παραμένουν στην θέση τους και δεν χάνουν την ευκαιρία να το φωνάζουν με κείνο τον μελαγχολικό τρόπο που ταιριάζει απόλυτα με το εσωτερικό του μαγαζιού. Δεν είναι λίγες οι φορές που το χωριό δεν έχει ρεύμα.
Το εσωτερικό ενός τέτοιου μαγαζιού δεν σ’ αφήνει να πάρεις ανάσα, όσο κουρασμένος κι αν είσαι. Σε ερεθίζει, σε τσιγκλάει, θέλοντας να σου δείξει όλους τους θησαυρούς του. Μέχρι και ολόκληρη γωνιά από έργα του τόπου παραδοσιακής κληρονομιάς (εργαλεία γεωργικής και ποιμενικής τέχνης) και όσα δεν χωράνε μπορείς να το δεις να στέκονται απ έξω. Το μάτι πέφτει στον καθρέπτη του τοίχου που κρατάει σπουδαία θέση. Κομμάτι παλιό, ποιος ξέρει από πού φερμένο, στολισμένο με γιρλάντες, φιλοξενεί ολόγυρα στην κορνίζα φωτογραφίες χωριανών μίας ολάκερης ζωής. Φαίνεται ότι όσοι δεν μπορούν να βρίσκονται εδώ είτε γιατί μετανάστευσαν είτε γιατί μετακόμισαν στον άλλο κόσμο φρόντισαν με την φωτογραφία τους να είναι παρόντες. Ποίος θάθελε να απουσιάζει από τέτοια παρέα!


Η κουβέντα στο μαγαζάκι έχει ανάψει για τα καλά. Το δικό μου πρόσωπο είναι πια ξαναμμένο. Θέλεις η ζεστασιά, θέλεις το χαλάρωμα, θέλεις το κρασάκι εναλλασσόμενο με το ζεστό ρακί, θες οι ανθρώπινες κουβέντες είναι κιόλας πολλά για μένα.
Η κυρία Μαρία σερβίρει το φαγητό χαμογελώντας. Ήταν ό,τι ωραιότερο μπορούσε να αποζητήσει κανείς. Ποτέ δεν είχε συμβεί πριν φάω να έχω χορτάσει. Έχω χορτάσει με τις κουβέντες των ανθρώπων, έχω ζεσταθεί βαθιά μέσα μου με την υποδοχή-φιλοξενία, με τον τρόπο και τα λόγια τους. Οι κουβέντες γύρω μου δίνουν και παίρνουν για το ύψος του χιονιού, για το πότε θα λιώσουν τα χιόνια, εάν ο έλατος είναι πεσμένος στο μονοπάτι, εάν βγήκα κατάστηθα στην ψηλή κορφή, και με τους λύκους που φάνηκαν φέτος στα βουνά τους, τι να έγινε. Τώρα, καθώς έχω περπατήσει στα λημέρια τους, κάθε κουβέντα, κάθε τοπωνύμιο το καταλαβαίνω, και έτσι μέσα απ’ τα λόγια τους παίρνω τις απαντήσεις σ’ αυτά που με είχαν απασχολήσει νωρίτερα στην περιπλάνησή μου.
Οι απόψεις αντικρουόμενες. Είμαι ψόφιος από την κούραση. Το φαγητό στο τραπέζι με καλεί, τα μάγουλα έχουν ψηθεί, τα μάτια βαριά και το κεφάλι από ώρα μακριά.

Πρέπει να φάω για να τιμήσω την χαρά και το δόσιμο αυτών των ανθρώπων. Για μένα είναι το λιγότερο που έχω να κάνω γι’ αυτούς, που έχουν κάνει κι όλας τόσα. Οι ερωτήσεις συνεχίζουν να πέφτουν βροχή. Τα γέλια με τα πειράγματα δένουν με το κρασί και τον καπνό και εγώ εγκαταλείπω κάθε προσπάθεια να ξεφύγω.
Έχω ολοκληρώσει τη μοναχική μου χειμερινή διάσχιση στα ψηλώματα και καθηλωμένος στο μαγαζάκι του χωριού αδυνατώ να ξεπορτίσω. Ο δρόμος της επιστροφής στην πόλη φαίνεται πια μακρινός και η διάσχιση μέχρι να φτάσω στην πόρτα του μαγαζιού, ακόμη πιο δύσκολη κι απ αυτή του βουνού.
Τάκης Ντάσιος, 2002
ΠΗΓΗ https://oreinografies.wordpress.com

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *