Τρύγος και θέρος σημαίνει πόλεμος..όλη η οικογένεια και η εργατιά στα αμπέλια …τρυγούσαν ολημερίς κάτω απ΄τον ήλιο τα κορίτσια,έκοβαν επιδέξια τον ώριμο καρπό με το κοπίδι, κουβαλούσαν οι άνδρες τα κοφίνια,τα παιδιά έτρωγαν σταφύιλια και περιδιάβαιναν καβάλα στα γαϊδουράκια που περίμεναν καρτερικά στον αμπελώνα,να τα φορτώσουν τα ξεχειλισμένα κοφίνια με τα σταφύλια.. γλυκός ο Σεπτέμβρης,ο ήλιος έκαιγε,καθόταν να ξαποστάσουν…εκεί σε μια άκρη ήταν δεμένος και ο “Μόρφος”…δουλευταράς,υπομονετικός,σήκωνε και το τρανύτερο γομάρι…με τα παιδιά φιλικός,με τους ΄αλλους καταδεχτικός..”μορφή μεγάλη”..γι αυτό και τον φώναζε έτσι το αφεντικό του..μέρες τώρα κρατούσε ο τρύγος είχε κουραστεί..έτρωγε και κοιμόταν ελάχιστα…ξεγελούσε κούραση και πείνα με τα αμπελόφυλλα,λίγο στυφά..δε βαριέσαι..
.
~αν συνεχίσει να με φορτώνει έτσι το αφεντικό, στο τέλος θα τα κουβαλήσει μόνος του,μια βιασύνη που ΄χουν όλοι τους..
εκεί που στεκόταν απομεσήμερο..άρχισε να λιγουρεύεται την τρυφερή βλάστηση στα κλήματα.λίγη όμως,πως να ξεγελάσει την πείνα του..τα ώριμα σταφύλια,μοσχομύριζαν..κρεμόταν ατρύγητα..
ο Μόρφος..σκέφτηκε ..καιρός είναι να δοκιμάσω ένα!
~”τι λιχουδιά”ήταν αυτή….αμάν!!.. άλλο ένα..κι άλλο ένα..όλο από “ένα” έτρωγε..μια χαρά του ήρθε..τα τρυγούσε, από τσάμπουρο σε τσάμπουρο..τι γλύκα ήταν αυτή!!…
~καλύτερα να τα τρως! παρά να τα κουβαλάς!!!..κάποια στιγμή άκουσε τραγούδια γέλια και χαρές ήταν τα κορίτσια έδεναν τα μαντήλια στο κεφάλι,ήταν ψηλά ο ήλιος…οι άνδρες,αδειαζαν τα καλάθια,στα κοφίνια..μα πως χοροπηδούσαν μέσα στο αμπέλι.όλοι τους ..κοίτα να ιδείς!τους πείραξε η ζέστη σκέφτηκε…έρχεται το αφεντικό δένει τα κοφίνια…περιμένει να φύγει στη στράτα..τραβάει το Μόρφο από το σκοινί….ακούνητος!
~έλα Μόρφο ..τι έπαθες…δεν κουνούσε ούτε το αυτί..
~μπρε Μόρφο μου…πάμε!..ποτέ δεν περίμενε το παράγγελμα του αφεντικού του,από έστιχτο έπαιρνε τη στράτα για το πατητήρι
~μπρε Μόρφο μου γιατί τα στύλωσες!..του ρίχνει μια ματιά…
~μπρε αγόρι μου, τι σε έπιασε το πείσμα σου τώρα…άρχιζε να γκαρίζει χαρούμενος ο Μόρφος…τι όμορφα τα κορίτσια κι οι γριές ομόρφυναν ξαφνικά..και πως γελούσαν..τα παιδιά τον πλησίασαν παραξενεμένα..¨ο Μόρφος τους,που ποτέ δεν αγκομαχούσε,σήκωνε τρία και τέσσερα τα παιδιά,του τραβούσαν τα αυτιά,κι όμως τα αγαπούσε εκείνος …μπα, μπα,χαρούλες και όλοι και όλα..έβλεπε να στυφογυρίζουν..μην πέσω σκέφτηκε..πολύ κουνάει, σαν τότε που τον πέρασε φορτωμένο στην περαταριά στο ποτάμι,ακούνητος,εκεί.!
ρίχνει μια λοξή ματιά το αφεντικό ..κοιτάζει σταφύλια..πολλά φαγωμένα..ρώγες σκόρπιες στο χώμα
~έχει γούστο!! μπρε λες! να έκανε τέτοια δουλειά!,τα λιγουρεύτηκε,κουρασμένος,πείνασε..αναρωτιόταν το αφεντικό…


~”μέθυσες Μόρφο μου”…δεν σου έφτανε βρε το φαΐ σου, δεν σε τάιζα καλά, δεν σε πότιζα..η ¨γαϊδούρεψες πολύ”
~”αμ δε αφεντικό! όλημερίς κουβάλαγα,ξεπακιάστηκα..”τέτοια λιχουδιά” δεν ξανάφαγα!..μπρε δεν πα να μαλώσεις!
~ώστε “μεθύσι “το λένε αυτό οι άνθρωποι…και μετά λένε πως φταίνε τα καημένα τα γαϊδούρια..πήρε κι έγειρε ο ήλιος..ο Μόρφος άρχισε να βλέπει το δρόμο να ξεδιπλώνεται μπροστά του..τόση ώρα..άφαντος..που να πάει στα χαμένα..τώρα μάλιστα…ξεκίνησε σιγά σιγά για το πατητήρι..
~δόξασι ο Θεός Μόρφο μου, τι καμώματα ήταν αυτά σήμερα δουλευταρά μου..ρεζίλι με έκανες, που μ΄έκανες…πάει και το μεροκάματο…
~αφεντικό μάλλον εσύ δεν θα μέθυσες ποτέ στη ζωή σου..όλα εξαφανίζονται και ξεχνάς πως είσαι φορτωμένος,ξεχνάς το δρόμο,κούραση και πείνα…όλα ωραία φαντάζουν..σπουδαία τα σταφύλια σκεφτόταν…
~να γιατί όλοι τους βιάζονται να τρυγήσουν,να κάνουν κρασί…να πίνουν.. να μεθούν και να ξεχνούν..γι αυτό δεν έχουν υπομονή σαν εμάς τους γαϊδάρους !!!!!
(οι ιστορίες του παππού μου)
Anna Kousiantza

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *