Συζητήσεις που κάνει ο θυμόσοφος λαός μας μέσα στις γειτονιές και τις ρούγες, στα στενά σοκάκια και τις πλατείες, στα σχολεία και τα ξωκλήσια, στις εκκλησιές και τα μοναστήρια, στην πόλη και στο χωριό! Εκεί που ο άνθρωπος αισθάνεται τη χαρά και τη λύπη, τον ενθουσιασμό και τη χαρά, τη θλίψη και την απογοήτευση. Εκεί που χτυπά νοσταλγικά η καρδιά του Έλληνα και της Ελληνίδας!..
–ΧΤΥΠΗΣΕ ΚΑΝΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΣΟΥ;
[Δύο άδολες γερόντισσες, η Δόμνα και η Μαριώ, φίλες απ’ τα παλιά, συζητούν την καθημερινότητα, φιλοσοφώντας παράλληλα τη ζωή, που πέρασε τόσο γρήγορα!..]
ΜΑΡΙΩ (δεξιά): Τι κάνεις, Δόμνα μου, είσαι καλά;
ΔΟΜΝΑ: Ας τα λέμε καλά, Μαριώ μου!…Σκούζω εγώ, σκούζουν και τα πόδια μου!… Βλέπεις «το γήρας ου γαρ έρχεται μόνο», που έλεγε κι ο μακαρίτης ο πατεράκος μου. Ήταν του Σχολαρχείου βλέπεις αυτός κι ήξερε πέντε κλειδέρες γράμματα!.. Ενώ εγώ έμεινα στον κόσμο ένα σκέτο κούτσουρο του γκρεμού!.. «Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο»! Εσύ πώς είσαι;
ΜΑΡΙΩ: Δεν με βλέπεις; Ίσα που στέκω στα πόδια μου!… Δεν λυγάνε τα ρημάδια…
ΔΟΜΝΑ: Ρευματικά, θα είναι…. Να τα τρίβεις το βράδυ με λίγο πετρέλαιο…
ΜΑΡΙΩ: Πού να το βρω κι αυτό εκεί που το πήγαν; Τουλάχιστον περπατάω!.. Αλλά κάποια στιγμή, Δόμνα μου, θα μείνουμε κι οι δυο μας σύξυλες, σαν τις λεύκες στο δρόμο!
ΔΟΜΝΑ: Τουλάχιστον οι λεύκες είναι ψηλές, περήφανες και όρθιες, ενώ εμείς… άστα… καλύτερα να μη το σκέφτομαι… αχόρταγος αυτός χάρος!…
ΜΑΡΙΩ: Μην κάνεις έτσι, Δόμνα μου!.. Θα του πούμε να μην περάσει από το χωριό, γιατί είμαστε αφιλόξενοι… Θα του δώσουμε μια και θα του κλείσουμε κατάμουτρα την πόρτα!.. Ποιος είσαι συ, κύριε, και έρχεσαι να μας πάρεις «με το έτσι θέλω»; Μας ρώτησες αν τελειώσαμε τις δουλειές μας; Έχουμε οικογένειες, έχουμε παιδιά, έχουμε χωράφια, έχουμε θέρο, έχουμε αλώνι, έχουμε το γέννημα που πρέπει να το πάμε στο μύλο.. ποιος θα τα κάνει όλα αυτά;
ΔΟΜΝΑ: Κι όχι μόνο!.. Ούλη τη μέρα ρόκα, αδράχτι, δρούγα, σφοντύλι, αργαλειό, δυο λανάρια για το ξάσιμο, στημόνι… Τι να πρωτοπείς; Και τώρα που το θυμήθηκα να βρω ένα μάστορα να μου φτιάξει την ανέμη και θα δω πώς θα δουλέψω το ανεμίδι, την κλουβίστρα, τα καλαμίδια και τις τυλίχτρες!.. Τι ξέρει απ’ αυτά ο χάρος; Αυτός, παιδάκι μου, ένα δρεπάνι έχει στο χέρι και τίποτε άλλο. Έτσι μού’ρχεται να αναθεματίσω τη μάνα που τον γέννησε!….Αλλά θα το’ξερε κι αυτή η βασανισμένη τι παιδί έφερε στον κόσμο; Άσε, μη λέω τέτοια, και μετάλαβα χτες το πρωί στην εκκλησιά!
ΜΑΡΙΩ: Έχεις δίκιο, Δόμνα μου! Κι ο βρικόλακας ακόμη κάποια στιγμή χορταίνει το αίμα! Αυτός δεν σταματάει καθόλου! Θερίζει, θερίζει, θερίζει…Πετάει χάμω τους ανθρώπους σαν τα στάχια!.. Σου είπα: Αν τον ακούσεις, κλείσε την πόρτα, μαντάλωσέ την καλά και άστον! Θα σηκωθεί και θα φύγει!..
ΔΟΜΝΑ: Αν κλείσω την πόρτα, Μαριώ μου, πώς θα μπουν μέσα όσοι θέλουν νάρθουν να βρουν ένα πιάτο ζεστό φαΐ;
ΜΑΡΙΩ: Μα, όπως μου έχεις πει, ο μόνος που χτυπά την πόρτα σου είναι ο αγέρας!..
ΔΟΜΝΑ. Ναι!.. Μόνον ο αγέρας!.. Αλλά, ξέρεις, Μαριώ μου, ο άνθρωπος ζει μονάχα με την ελπίδα!… Άμα φτερουγήσει κι αυτή, δεν τον έχουμε ανάγκη τον χάρο!.. Πηγαίνουμε μόνοι μας εκεί που θέλει ο Κύριος!… Άσε την πόρτα ανοιχτή, λοιπόν!.. Κάποιος στρατοκόπος θάρθει να σε βρει!.. Κάποιος θα σου πει κανένα νέο για το παιδί σου στην ξενιτιά!.. Αν την κλείσεις, όμως, ποιος θα σου μιλήσει; Πουθενά φωνή!.. Πουθενά ένα μήνυμα ελπίδας!.. Τα κλαψοπούλια μονάχα θα μιλούν και κανένας άλλος!.. Βόηθα με τώρα να σηκωθώ!…
ΜΑΡΙΩ: Περάσανε τα χρόνια, Δόμνα μου, κι ούτε που τα καταλάβαμε!.. Σαν όνειρο κι αυτά!… Σαν το νερό που κυλά στ’ αυλάκι!..
ΔΟΜΝΑ: Σαν το νερό στ’ αυλάκι!… Έτσι είμαστε κι εμείς!.. Μόνο που το νερό δεν χάνεται!.. Πάει να ποτίσει τα κάθε λογής χορταράκια, που μεγαλώνουν, για να ζουν οι άνθρωποι και τα ζώα!.. Απ’ αυτό ήπιαμε κι εμείς τόσα χρόνια, σαν διψασμένοι διαβάτες της ζωής!.. Μόνο που όσο πίναμε, τόσο πιο πολύ διψάγαμε!.. Έτσι είναι ο κύκλος της ζωής!.. Διαβάτες είμαστε, Μαριώ μου!.. Στρατοκόποι της ζωής!.. Τίποτε άλλο!..
ΠΗΓΗ https://www.sakketosaggelos.gr/

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *