Την είδα από ψηλά. Από κάτι λατομεία – πληγές που ροκανίζουν τις υψιτενείς κορυφές της Γκιώνας. Έκανα πυξίδα το ρολόι, τη σκιά μου και τον χάρτη. Αυτή πρέπει να είναι, είπα. Η Βάργιανη! Ακουμπισμένη στα βόρεια πρανή του Παρνασσού. Κι ανάμεσά μας, στη μικρή κοιλάδα, ένας σμιλεμένος από ανθρώπους λόφος. Κλιμακωτός. Κάτι σα ναϊφ μακέτα του Μάτσου Πίτσου, στο Περού. Λατομείο βαρυτίνης, υποθέτω.



Κι αγαπώ τα νταμάρια από παιδί. Η χαρά του να σκαρφαλώνεις τον φαγωμένο βράχο μέχρι ψηλά στο χείλος. Στο αρχαίο νταμάρι της νότιας πλευράς του λόφου Φιλοπάππου, ας πούμε.
Και να φαντάζεσαι πως κατάχτησες τον κόσμο επειδή… Μέχρι ψηλά, στο χείλος! Καμιά φορά και πρώτος απ όλα τ’ άλλα ξυπόλητα αλάνια.
Και μετά… το ξύλο της αρκούδας από τη μάνα μου. Που το μάθαινε πάντα πρώτη. Πριν καλά – καλά φτάσω στο σπίτι. Πώς το μάθαινε, αλήθεια;




Αυτός ο Κόσμος ο Μικρός…
Τη Βάριανη την ερωτεύτηκα ακαριαία, πριν από τέσσερα χρόνια, όταν ο φιδωτός ασφαλτόδρομος μ’ έριξε σχεδόν τυχαία στην αγκαλιά της.
Τότε, τα πέτρινα ντουβάρια της τα στόλιζαν τα βρύα. Τα ξύλα της η σήψη. Τις σιδεριές της η οξείδωση. Κι όταν έφευγα της είπα, θα ξανάρθω. Να σε φωτογραφίσω και να σε τραγουδήσω όπως καλύτερα μπορώ.
Να σε τραγουδήσω όπως καλύτερα μπορώ.
Όταν όμως οι σκέψεις, οι κρίσεις, οι ιδέες, εκτίθενται στην αγορά των αξιών, την ίδια κιόλας στιγμή μπαίνουν και στη διαδικασία της ζύμωσης. Αλλά και της αναπόφευκτης στρέβλωσης. Και του ευτελισμού τους.
Από την άλλη, όταν τις φυλάς σαν εφτασφράγιστο, μαραίνονται, πεθαίνουν, αποστεώνονται… Τι λες κι εσύ;
Ο ανιψιός ξανάρχεται
– Ποιος; εγώ;
– Ναι, εσύ που μοιράζεσαι τις σκέψεις μου.
– Εγώ… λέω ότι με θυμάσαι μόνο όταν βραχυκυκλώνεσαι στα υπαρξιακά σου! Κι αυτό σου συμβαίνει μόνο όταν περιφέρεσαι στα πάτρια. Στα ξένα ποτέ. Γι αυτό και δεν με παίρνεις μαζί σου.



– Τα ξένα είναι ξένα, ανιψιέ. Εκεί είμαι περιηγητής. Παρατηρώ, καταγράφω, προσπαθώ να κατανοήσω και ν’ αποδώσω κατά το δοκούν μιαν αλλότρια πραγματικότητα. Εκεί δε σ’ έχω ανάγκη και μην το παίρνεις προσωπικά. Τούτα όμως τα χώματα είναι ο ζωτικός μου χώρος. Νοιάζομαι διάολε! Κι εξ άλλου γι αυτό σ’ επινόησα! Για ν’ αντιμετωπίζω τις υπαρξιακές μου περιπλοκές δια του διαλόγου. Για να διαλογίζομαι διαλεκτικά, εν ολίγοις.
– Σιγά τους βαθυστόχαστους προβληματισμούς! Τι σου ζητάνε, ρε θείο; Να γράψεις καμιά χιλιάδα λέξεις περί την… πώς την είπες;
– Βάργιανη.
– Περί την Βάργιανη. Σπιτάκια, μαντρούλες, κεραμιδάκια, ανηφορίτσες, κατηφορίτσες, τέτοια. Με μπόλικη λυρική σάλτσα. Ξέρεις εσύ. Και δώσε μου επιτέλους μια ηλικία για να σου απαντάω αναλόγως.
-Αδύνατον!
– Δεν το κατάλαβα αυτό το τελευταίο!
– Δεν μπορείς να ‘χεις μια συγκεκριμένη ηλικία διότι οφείλεις να εκφράζεσαι κατά το δοκούν μεν, πλην σε λογική αντιστοιχία με το επίπεδο των στοχασμών μου.
– Άρες μάρες κουκουνάρες!
– Κάπως έτσι.
– Τέλος πάντων, θα δω τι μπορώ να κάνω για την περίπτωσή σου. Πού είναι το πρόβλημά σου, εν προκειμένω;
– Να, σκεφτόμουν αν και κατά πόσον αποτελεί έγκλημα καθοσιώσεως κατά του πολιτισμού το να βγαίνει ένα κονκλάβιο σοφών, σε εισαγωγικά το σοφών, και να σου λέει, φιρμάνι δηλαδή, και να σου λέει, τέρμα οι περισπωμένες, οι ψιλές και οι δασείες, τα ωμέγα και τα ύψιλον, τα αλφαγιώτα, τα έψιλον γιώτα, τα… κι ο Ελύτης κι ο Καζαντζάκης και η Κοινωνία που ζυμώνει τη γλώσσα και την πλάθει καθημερινά… Τέρμα, όλα.
– Τώρα, πού κολλάν αυτά με τη Βάργιανη;
– … Όλα! Κόλαφος στην αισθητική του λόγου δηλαδή διότι σου λέει όλ’ αυτά είναι τροχοπέδη στην ηλεκτρονική παραγωγική διαδικασία διάβαζε στα κέρδη μας. Μα αυτό φτωχαίνει τη γλώσσα υποτονθορύζεις χεστήκαμε σου απαντά η γλώσσα χρειάζεται για το επιζήν του χειρώνακτα, και το κερδίζειν του παραγωγού και όχι για το ευ ζην του στοχαστή…
– Πήρες πολύ φόρα, θείο και δεν βάζεις πλέον ούτε κόμματα. Για τη Βάργιανη μιλάγαμε.
– Έχεις δίκιο. Για τη Βάργιανη μιλάγαμε. Να γιατί σ’ επινόησα. Για να μ’ επαναφέρεις στην τάξη όταν η τρικυμία διασαλεύει τη νηνεμία του κρανίου μου.
Τη θυμάσαι όμως την περισπωμένη; Τι χαριτωμένη, τι θηλυκιά που ήταν! Σαν ράθυμα οριζοντιωμένη συλφίς να σε καλεί σ’ ερωτική μέθεξη! Θυμάσαι την βακχική βαρβατίλα της αρσενικής υπογεγραμμένης κάτω απ τ’ ωμέγα; Ποτέ δεν έμαθα να τη βάζω ορθόδοξα αλλά… εν πάση περιπτώσει κάθε τι τ’ ορθόδοξο με παραπέμπει σε τέλμα.
Λίθοι, πλίνθοι και …
Τότε, που λες, τα πέτρινα ντουβάρια της τα στόλιζαν τα βρύα κι οι λειχήνες. Λίγ’ απ αυτά να στέκουν όρθια.
Και τα πατζούρια που προστατεύουν το χνώτο κάποιου κάτοικου ακόμη λιγότερα.
Λίθοι και πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα. Τα ξύλα της κοσμούσε η σήψη. Τις σιδεριές της η οξείδωση. Πλην, το αρχαίο κάλλος της υπέφωσκε παρά, και με, τον πανικό της πράσινης σαύρας που με κοιτούσε έντρομη. Παρά, και με, τον οργασμό της τσουκνίδας, της μολόχας και του γαϊδουράγκαθου. Ψυχή ζώσα ν’ ακούσει τα βήματά μου.
Μόνο η σκιά μιας σκυφτής γριάς, θυμάμαι, μπήκε και βγήκε από το οπτικό σκηνικό μου προτού την προφτάσω με την καλημέρα μου.
Θυμάμαι και το κακάρισμα της ευχαριστημένης κότας που διαδήλωνε το σύνηθες κατόρθωμά της.
Θυμάμαι και τον γάιδαρο, δεμένο στο οικόπεδο, να επιδεικνύει αθώα τις ορμές του. Και τις υλακές κάποιου σκύλου ν’ αποδοκιμάζει την ανοίκεια οσμή μου.
Θυμάμαι και τον μοναχικό καπνό ν’ ανεβαίνει από το μαγαζάκι της πλατείας, σημάδι πως η γριά του πριν δεν ήταν παρόραμα δικό μου. Και είπα, θα ξανάρθω. Και, να ‘μαι πάλι εδώ!
Δεν μπορεί, κάτι θα ‘χει κι η Βάργιανη από τις δάφνες της Γραβιάς, πέντε χιλιόμετρα πιο κάτω. Δεν μπορεί, θα ‘ρθε ο Δυσσέας Αντρούτσος μέχρις εδώ, να πιει νερό και να επιστρατεύσει απελπισμένους, και ήρωες. Πριν κλειστεί στο Χάνι για να διδάξει στον Ομέρ Βρυώνη τι εστί εξεγερμένο ελληναριό. Θα ‘χει δώσει κι η Βάργιανη το κατιτίς της για την ελεύθερη και ελευθεριάζουσα ύπαρξή μου, δεν μπορεί!
Και να’μια πάλι εδώ!
Ιδού λοιπόν ο ίδιος φιδωτός δρόμος.
Μόνο που τώρα μόλις διασταυρώθηκα με τρία, μπορεί και παραπάνω, κυριλάτα τέσσερα επί τέσσερα με λάσπη ντεκόρ.
Κι ένας τουρμπαρισμένος, το κέρατό του! με προσπέρασε στη στροφή-φουρκέτα και είπα πάει τέλειωσε, η προηγούμενη ήταν η τελευταία μου ανάσα.
Αλλά δεν ήταν, κι εξ αυτού συνέχισα το στροφιλίκι κορνάροντας σαν σπασίκλας. Σαν κι αυτούς που κολλάνε ένα κόκκινο νι πίσω τους.
Μου φαίνεται θα κολλήσω κι εγώ ένα τέτοιο κόκκινο νι. Για να με φοβούνται ως σκιτζή και να μη μου κάνουν ταρζανιές στο δρόμο με τα τούρμπα τους.
– Όλα σου φταίνε, ρε θείο, αφού ζούμε στον αιώνα της ταχύτητας, γαμώτο!
– Όντως! Βιαζόμαστε, βιάζονται δηλαδή, να μελετήσουν επισταμένως το εσωτερικό ενός φέρετρου. Και να ‘χουν και το κινητό τους μαζί για να μαθαίνουν πώς πάει η Σοφοκλέους.
– Ακόμα εκεί έχεις μείνει; Πάει αυτό το παραμύθι με τη Σοφοκλέους. Ξεπεράστηκε. Τώρα τους απασχολεί το πώς θα την σκαπουλάρουν από το κραχ.
– Και συ πού τα ξέρεις αυτά τα… μακροοικονομικά;
– Κοίτα μπροστά σου, θείο, στροφή!
Ούτε ο γάιδαρος, ούτε οι κότες, ούτε οι γίδες, τίποτα.
Ούτε οι λειχήνες, ούτε τα βρύα, ούτε οι σκουριασμένες σιδεριές.
Όπου πτυχή σοκακιού κι ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο. Ενίοτε και διπλοπαρκαρισμένο. Και στην πλατεία επίσης.
Ένας γκέκας μου κουνάει την ουρά του και μυρίζει τα παπούτσια μου. Προφανώς εντόπισε την οσμή της σκύλας μου. Άξιος, του λέω και του χαϊδεύω το κεφάλι.
Η εκκλησία ανακαινισμένη. Το μαγαζάκι της πλατείας αναστηλωμένο και, δεν μπορώ να πω, χωρίς κραυγαλέες κακογουστιές. Τραπεζάκια έξω και ούτε ένα άδειο.
Δε βαριέσαι, θα πιω τον ναικαιόχι μου στο πέτρινο πεζούλι αγναντεύοντας την απέναντι Γκιώνα και τα νταμάρια από κάτω μου.
Τέτοια ώρα δε σερβίρουμε καφέ, κύριε, μου λέει η πατρόνα κάθιδρη απ’ τη φωτιά της κουζίνας, μόνο φαγητό.
– Μα και συ μεσημεριάτικα, ρε θείο!
– Μη μου κολλάς γιατί αλλιώς δεν έχει παγωτό!
– ‘Ντάξει, μια κουβέντα είπαμε!
Όσα από κείνα τα ωραία ερείπια δεν έχουν αναστηλωθεί προσφάτως αναστηλώνονται αυτή τη στιγμή. Μπετονιέρες, κομπρεσέρ και αλβανικός ιδρώτας, Το ένδοξο προλεταριάτο του Ενβέρ ανοικοδομεί την Ελλάδα! Άξιο για να ζωντανεύει τα σπίτια της, για να σκάβει τα χωράφια της και για να άρει τα ασήκωτα βάρη της. Αλλά όχι και να κρατά την τιμημένη γαλανόλευκή της! Μην τρελαθούμε κι όλας! Τη γαλανόλευκη θα την κρατούν τα παιδιά μας. Τα ελληνάκια μας. Με το ένα χέρι. Γιατί με το άλλο κρατούν το κινητό τους.
Ο γκέκας από πίσω μου. Ο κάθε γκέκας ξέρει να διαβάζει την αγάπη από τη μυρουδιά. Γιατί η αγάπη έχει άρωμα, αν θες να ξέρεις. Ο γκέκας μπορεί να τη διαβάσει κι από ‘να χάδι. Από ‘να λόγο φιλίας που θα του χαρίσεις. Ο κάθε γκέκας είναι άδολος και αφοσιωμένος. Και ανυστερόβουλος.


Τρεις, τέσσερις δρόμοι είναι όλος κι όλος ο οικισμός. Είναι ένα κόσμημα, δε λέω, ένα κόσμημα πάνω στην αναγέννησή του. Πέτρα, ξύλο, κεραμίδι και σίδερο, όπως παλιά. Δεν έχω λόγο να γκρινιάξω.
– Πώς το ‘παθες!
– … Κι όταν αρχίσει να πιάνει την πατίνα του χρόνου θα είναι ακόμα πιο ωραίος, αρκεί…
– Τι “αρκεί”;…
Νομίζω πως ότι ήταν να κάνω για τη Βάργιανη το ‘κανα. Ότι ήταν να πω το είπα. Η ομορφιά της αναδύεται και πάλι, ορίστε! Τη ρίχνω λοιπόν στην αγορά. Μώμος και υμνητής, προσκυνητής και σκώπτης. Στην αγορά των αξιών, λοιπόν, βορά κι εμπόρευμα για βάρβαρους. Ανάταση για μύστες και αναχωρητές…
– Τέλειωσες;
– Νομίζω.
– Κάτι μού ‘λεγες για παγωτό.
– Στη Γραβιά, εδώ περισσεύουμε.
Ο γκέκας έτρεξε πίσω μας, στον φιδωτό ασφαλτόδρομο, όσο επέτρεπαν οι δυνάμεις του. Τι να σου κάνω; Στο κάτω κάτω εδώ είσαι καλύτερα από ο,τι στην κυνοκτόνα Αθήνα. Γεια σου φίλε.
Του Κώστα Ζυρίνη
Δημοσιεύτηκε στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 140 / 14/12/2002

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *