Το Ξηρόμερο δεν είναι η ιδιαίτερη πατρίδα μου, αλλά τυχαίνει να έχω μία ιδιαίτερη σχέση μ’ αυτή την περιοχή, αφού από εκεί κατάγεται η γυναίκα μου, και επιπλέον κι εγώ ο ίδιος δούλεψα εκεί ως γεωπόνος, επί μία οκταετία. Η μελέτη της ντοπιολαλιάς του Ξηρομέρου θεωρώ ότι παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς είναι ένα περίεργο κράμα που έχει σαν βάση τα τυπικά ρουμελιώτικα, αλλά έχει ενσωματώσει πολλές λέξεις από το επτανησιακό γλωσσικό ιδίωμα ενώ παρουσιάζει κοινά στοιχεία και με τα ηπειρώτικα ιδιώματα. Η προφορά είναι λιγότερο βαριά και με λιγότερες περικοπές φωνηέντων από τα κλασικά ρουμελιώτικα των ορεσίβιων (του Μπαρμπα- Γιώργου στον Καραγκιόζη ας πούμε) ενώ απουσιάζει και το χαρακτηριστικό νι και λι (gni και gli) που συναντάμε νοτιότερα, στις περιοχές από το Αγρίνιο μέχρι και την Πάτρα.
Παρακάτω έχω σταχυολογήσει 30 λέξεις που λένε στο Ξηρόμερο, με ορισμούς και σύντομα παραδείγματα, ενώ σε ορισμένες από αυτές κάνω και μία απόπειρα ετυμολόγησης, με τη βοήθεια κυρίως των λεξικών και του διαδικτύου.
Να σημειώσω ότι τόσο οι 30 αυτές λέξεις όσο και οι περίπου 280 από ένα πολύ πιο εκτεταμένο γλωσσάρι που έχω καταρτίσει, προέρχονται όλες από προσωπικά βιώματα, δηλαδή τις έχω ακούσει όλες να λέγονται από πρώτο χέρι. Δεν πρόκειται δηλαδή για αντιγραφή από διάφορα γλωσσάρια που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, αλλά κατά κάποιον τρόπο για πρωτογενή έρευνα.
Σίγουρα πολλές από αυτές λέγονται και σε άλλα μέρη της Ελλάδας και θα με ενδιέφεραν ιδιαίτερα τα σχόλια των αναγνωστών του ιστολογίου πάνω σε αυτό, καθώς επίσης και για την προέλευση κάποιων λέξεων, όπου πιθανότατα κάποιοι μπορεί να γνωρίζουν κάτι παραπάνω από αυτά που εγώ μπόρεσα να βρω.
αγωνιέμαι: ρημ., ασχολούμαι με κάτι, καταπιάνομαι. Από το αγωνίζομαι.
Χρησιμοποιείται κυρίως στην στερεότυπη έκφραση «τι αγωνιέσαι;» που σημαίνει «με τι ασχολείσαι, με τι καταπιάνεσαι».
Δεν είναι συνώνυμο του αγωνίζομαι αφού η σημασία του είναι εντελώς διαφορετική, ο Ξηρομερίτης δεν θα πει ποτέ π.χ. «ο τάδε αγωνιέται για να τα φέρει βόλτα» ή «ο Χ ποδοσφαιριστής αγωνιέται στον Παναιτωλικό» (!)
[Στο ΙΛΝΕ βρίσκω το αγωνιέμαι ως παράλληλο τύπο του «αγωνίζομαι» αλλά και με τη σημασία «μοχθώ»]
αρίλογος, ο: ουσ., είδος χοντρού μεταλλικού κόσκινου που χρησιμοποιείται για την παρασκευή του τραχανά.
Πιθανή ετυμολόγηση από το «αραιολόγος» επειδή η σήτα του ήταν πολύ πιο αραιή από το κόσκινο του αλευριού.
ατονάω: ρημ., κάνω κάτι με πολύ δυσκολία και κόπο. Δυσκολεύομαι να φέρω εις πέρας μια εργασία. Σχεδόν αποκλειστικά στον αόριστο (ατόνησα, ατόνησε).
Του ΄πα απ’ το πρωί να κάνει δυο δουλειές κι ατόνησε να τελειώσει μέχρι το μεσημέρι.
(«Τρόμαξε να τελειώσει» θα λέγαμε αντίστοιχα στην κοινή νεοελληνική ή «είδε κι έπαθε να τελειώσει»)
Καμία σχέση σημασιολογικά με το ατονώ -ατόνησα της κοινής νεοελληνικής. π.χ. Τα μέτρα ασφαλείας είχαν ατονήσει τελευταία.
[Στο ΙΛΝΕ δίνεται η σημασία ατονάω = κοπιάζω πολύ προς εκτέλεση έργου πχ. ατόνησα ν’ ανεβώ το βουνό]
βαΐζω: ρημ., γέρνω, λυγίζω από το βάρος. Πιθανή ετυμολόγηση από το βάι, το φοινικόδεντρο. Τα κλαδιά των δέντρων που «βαΐζουν», λυγίζουν προς τα κάτω όπως τα φύλλα του φοίνικα.
Οι ελιές βαΐζουν από τον πολύ καρπό φέτος.
Συνώνυμη λέξη είναι το «τσακιέμαι»,-τσακιούνται, π.χ. οι ελιές τσακιούνται φέτος, έτσι χωρίς άλλη διευκρίνιση, σημαίνει ότι είναι τόσο φορτωμένες από τον καρπό ώστε πάνε να σπάσουν.
[Στο ΙΛΝΕ ως βαγίζω, βαΐζω, με αυτή τη σημασία. Ετυμολογία από τα βάγια μάλλον παρά από το βάι]
γλόζος, ο: επιθ., ο λαίμαργος. Χρησιμοποιείται μόνο το αρσενικό, δεν λέει ποτέ κανείς «αυτή είναι γλόζα». Ετυμολογείται από το ιταλικό guloso.
Μην είσαι γλόζος, είναι κι άλλοι άνθρωποι στο τραπέζι!
[Στην Πάτρα, γουλόζος. Μία από τις Λέξεις που χάνονται του βιβλίου μου]
γούλι (και αγούλι), το: ουσ., το βότσαλο. Πιο συγκεκριμένα είναι το μικρό βότσαλο, συνήθως άσπρου χρώματος, που έχει τριφτεί επαρκώς από το κύμα και είναι λείο και γυαλιστερό. Δεν θα πει κανείς π.χ. γούλια τις τραχιές πέτρες, αυτές που σε δυσκολεύουν να περπατήσεις πάνω τους ξυπόλητος.
Συνηθίζεται στον πληθυντικό, «τα γούλια», απ’ όπου προφανώς προήλθε και το πρόσθετο α- (τα γούλια> τ’ αγούλια> το αγούλι)
Έριξε μερικά γούλια μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του για να μην μαζεύονται λάσπες το χειμώνα.
θαμπώνει: ρημ., βραδυάζει, σουρουπώνει, σκοτεινιάζει. Απρόσωπο ρήμα, μόνο στο γ’ ενικό. Και «θάμπωμα» το σούρουπο.
Σε λίγο θα θαμπώσει και δεν θα βλέπεις να κάνεις δουλειά, καλύτερα να σταματήσεις.
κάμα, το: ουσ., η ζέστη. Από το αρχαιοελληνικό καύμα. Και συννεφόκαμα η κουφόβραση, η συννεφιά με ζέστη μαζί.
Με το κρύο δεν έχω πρόβλημα, αλλά το κάμα δεν το μπορώ με τίποτα.
κανταρέλα, η: ουσ., συνοδεία, πομπή ζώων ή αυτοκινήτων που πηγαίνουν το ένα πίσω από το άλλο. Από το τούρκικο «καντάρι» βέβαια. Χρησιμοποιείται και σαν επίρρημα, π.χ. τα αμάξια πηγαίνανε κανταρέλα (=σε γραμμή, το ένα πίσω από το άλλο)
κατελώνω: ρημ., βρωμάω, μυρίζω πολύ άσχημα. Και κατέλα η αποκρουστική μυρωδιά, η δυσοσμία.
Ο Χριστόφορος Λάζαρης στο βιβλίο του «Τα Λευκαδίτικα» το ετυμολογεί από το κατά+το αρχαίο ρήμα ελάω -ώ. Προσωπικά έχω επιφυλάξεις, μου ακούγεται περισσότερο σαν ιταλικής προέλευσης.
Αυτό το τυρί κατελώνει, σίγουρα έχει χαλάσει.
κιψές ή κεψές, ο: η ρηχή σουρωτή κουτάλα. Σαν αυτή που χρησιμοποιούν οι μπακάληδες για να βγάζουν τις ελιές από το κιούπι με την άλμη. Πιθανόν τούρκικης προέλευσης.
Πιάσε τον κιψέ να βγάλουμε καμιά ελιά για το φαΐ μας.
[Θα το βρείτε γραμμένο και ως κεπτσές. Από το τουρκ. kepce.]
κοσεύω: ρημ, τρέχω. Και κοσή ως επίρρημα (έφυγε κοσή=έφυγε τρέχοντας). Για την ετυμολόγησή του έχουν διατυπωθεί εικασίες που το θέλουν ιταλικό, τούρκικο μέχρι και αρχαιοελληνικό (και μάλιστα Ομηρικό!). Κατά τη γνώμη μου η ιταλική προέλευση θα πρέπει να αποκλειστεί αφού λέγεται σε πολλές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας (π.χ. Μακεδονία) που καμία σχέση δεν είχαν με Ιταλούς και Ιταλία.
Μην κοσεύεις στα χαμένα, δεν πρόκειται να βρεις τίποτα.
κουκούμα, η: ουσ., η φλυτζάνα, η κούπα του καφέ ή του τσαγιού. Από το ιταλικό cucuma που σημαίνει κατσαρόλα.
Δώσ’ μου μια κουκούμα να βάλω τον καφέ.
λανάρα, η: ουσ., η τσουγκράνα. Και λαναρίζω λέγεται η αντίστοιχη εργασία που γίνεται με την τσουγκράνα. Λανάρα λεγόταν παλιά το χοντρό χτένι με το οποίο ξεμπέρδευαν τα προβατόμαλλα, και αργότερα η τσουγκράνα λόγω παρόμοιου σχήματος και λειτουργίας. Επίσης λανάρα λέγεται και η μικρή τσουγκράνα (χτένι καλύτερα) με την οποία μαζεύουν τις ελιές «χτενίζοντας» τα κλαδιά.
Πάρε τη λανάρα να σάξεις λίγο το χώμα.
ματίζω: ρημ, προεκτείνω. Για την ακρίβεια σημαίνει προεκτείνω κάποιο σκοινί, νήμα, λάστιχο ποτίσματος, σωλήνα κλπ., δένοντας ή προσθέτοντας στην άκρη του πρόσθετο κομμάτι. Είναι γνωστό και το σχετικό αστείο που λέγεται, ότι ο Ξηρομερίτης όταν λέει ματίζ μπορεί να μην εννοεί αυτοκίνητο.
Αν δεν φτάσει ο σπάγκος μέχρι απάνω θα πάρουμε ένα κομμάτι και θα τον ματίσουμε.
[Θα έλεγα πως η λέξη είναι πανελλήνια. Πρβλ και τον στίχο του Καββαδία «σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πώς να το ματίσω». Από το αρχ. αμματίζω < άμμα (από το άπτομαι)] μούτελη, η: ουσ., η λάσπη, το μαλακό και γλοιώδες κατακάθι στον πυθμένα θάλασσας ή λίμνης. Πιθανότατα από το αλβανικό muti=λάσπη. μούτος -α –ο: επιθ., ο μουγκός, ο κωφάλαλος. Μεταφορικά ο λιγόλογος, ο σιωπηλός. Από το βλάχικο mut=μουγκός, βουβός, που ανάγεται στο λατινικό mutus, το οποίο βέβαια έχει δώσει αντίστοιχες λέξεις και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Θυμηθείτε και το κουμπί σίγασης mute στις τηλεοράσεις, στερεοφωνικά κλπ. μπεζερίζω: ρημ, κουράζομαι προσπαθώντας να κάνω κάτι, ‘μπαϊλντίζω’. Από το τούρκικο bezer που σημαίνει «καταπονούμαι, κουράζομαι». Λέγεται και σε Ήπειρο, Θεσσαλία πιθανόν και αλλού. Εμφανίζεται σε δημοτικά τραγούδια («μπεζέρισα μωρ’ μάνα μαντίλια να κεντώ…»), στον Μακρυγιάννη, αλλά και σε στίχο του Κρυστάλλη («μπεζέρισα να περπατώ στου κάμπου τα λιοβόρια.») ξαχουρδάω: ρημ, γλιστράω. Και ξαχούρδα η γλίστρα αλλά και ο κατηφορικός τόπος με απότομη κλίση. Υπάρχει και ως μικροτοπωνύμιο (αγρός ευρισκόμενος εις θέσιν «Ξαχούρδα», κοινότητος …, διάβαζε κανείς σε παλιά συμβολαιογραφικά έγγραφα) Όπως πάαινα ν’ ανέβω στο γάιδαρο ξαχούρδησα κι έπεσα καταή. ξεμουτόχου: επιρ., επίτηδες. Άγνωστης ετυμολογίας. Λέγεται και σε άλλες περιοχές. Έχει καταγραφεί π.χ. σε γλωσσάρια της Ηπείρου, Θεσσαλίας κ.ά. Ήρθε τόσο δρόμο ξεμουτόχου για να τον συναντήσει, είχανε να ιδωθούνε από παιδάκια. παρασάνταλος -η -ο: επιθ., άσχημος, κακοφτιαγμένος, κακομούτσουνος. Τι είναι τούτα τα παρασάνταλα που διαβαίνουν πέρα; πατυχαίνω ή παντυχαίνω: ρημ., υπολογίζω, λογαριάζω, περιμένω. Χρησιμοποιείται κυρίως στην έκφραση ‘δεν πατύχαινα’=δεν περίμενα, δεν το υπολόγιζα. Δεν έχει ετυμολογική σχέση με το πετυχαίνω-επιτυχία αλλά με το (α)παντέχω που σημαίνει ελπίζω, αναμένω (πρβλ. και απαντοχή, αναπάντεχα). Δεν πατύχαινα να τον βρώ στο καφενείο τέτοια ώρα. πίργια ή πύργια, η: ουσ., το χωνί. Κατά μία εκδοχή ετυμολογείται από το αρχαίο ρήμα πειρώ που σημαίνει περνώ, διέρχομαι. Ψάχνω να βρω την πίργια για ν’ αδειάσω το κρασί στο μπουκάλι. σινάδια (σ’νάδια), τα: ουσ., τα πίτουρα. Άγνωστης ετυμολογίας. Πρέπει να ρίξεις και λίγο καρπό στις κότες για να κάνουν αυγά, όχι σκέτα σινάδια. σουφροκλανίστρα, η: ουσ., λαϊκή λέξη εξαιρετικής εκφραστικής δύναμης και παραστατικότητας. Δύσκολο να αποδοθεί με ακρίβεια στην ΚΝΕ. Σημαίνει τη σιγανοπαπαδιά, την υποκριτικά σεμνή και καθωσπρέπει γυναίκα, αυτή που προσποιείται την ενάρετη, καλή σύζυγο και νοικοκυρά αλλά μόνο για τα μάτια του κόσμου. Επίσης την ψευδο-σεμνότυφη, αυτή που δεν εκφράζει ανοιχτά τις σκέψεις της από φόβο μην παρεξηγηθεί ή μην την κουτσομπολέψουν. Μην την βλέπεις που κάνει την καλή, ξέρεις τι σουφροκλανίστρα είναι; σταλώνω: ρημ., σκληραίνω. Λέγεται αποκλειστικά για τα λαχανικά που όταν περάσει ο καιρός τους γίνονται σκληρά και ακατάλληλα για φάγωμα, π.χ. Τα βλήτα έχουν σταλώσει, δεν τρώγονται. Επίσης στην στερεότυπη φράση « δεν έχει σταλώσει ακόμα το μυαλό του» που λέγεται συνήθως για κάποιο παιδί ή νεαρής ηλικίας άτομο με την έννοια «δεν έχει πήξει το μυαλό του, είναι ανώριμος» τροξός –ή –ό: επιθ., ο αδέξιος άνθρωπος, αυτός που κάνει τις δουλειές του άγαρμπα και άτσαλα με αποτέλεσμα να κάνει συνεχώς ζημιές. -Του ‘δωσα να μου παρκάρει το αμάξι και το τράκαρε στην κολόνα -Τι περιμένεις, αφού είναι τροξός ο άνθρωπος… φρατζάτο ή φρατζάτα: ουσ., πρόχειρη καλύβα ή στέγαστρο φτιαγμένη από κλαδιά δέντρων ή καλάμια. Πιθανότατα ιταλικής προέλευσης, λέγεται και στα Επτάνησα, από όπου μάλλον έχει περάσει και στο Ξηρόμερο, τουλάχιστον το δυτικό, του οποίου η διάλεκτος έχει σαφώς επηρεαστεί από το επτανησιακό ιδίωμα. Το έχω συναντήσει και στην Πρέβεζα, όχι σε προφορικό λόγο αλλά έχω δει παράγκα υπαίθριας μαναβικής με την επιγραφή «Κηπευτικά-Το Φρατζάτο») χαλεύω: ρημ., ψάχνω, γυρεύω, ζητάω. Επικρατέστερη ετυμολόγηση από το αρχαίο ελληνικό χηλή>δωρικός τύπος χαλή>χαλεύω
Πού είχες πάει και σε χάλευα όλο το πρωί;
χλιμάρα, η: ουσ., κατάντια, κακομοιριά, μιζέρια. Από τη θλίψη>θλιμάρα και μετατροπή του θ σε χ.
Δεν φαντάζεσαι σε τι κατάσταση τον βρήκα. Άρρωστο, με τη γυναίκα του άνεργη και να μην έχουν να πάρουνε ούτε ψωμί για τα παιδιά. Χλιμάρα σκέτη…
https://sarantakos.wordpress.com

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *