Ο Έλατος ήταν το πρώτο μαγαζί με δημοτική μουσική στην Αθήνα. Ναός της δημοτικής μουσικής όχι μόνον στην Αθήνα, αλλά σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, κατά τον Πάνο Γεραμάνη. Φημισμένο κέντρο διασκέδασης, με ιστορία που ξεκίνησε το 1918 και κράτησε σχεδόν ενενήντα χρόνια.
Πρόσφερε φαγοπότι και παραδοσιακό γλέντι, σε μια εποχή που το δημοτικό τραγούδι δεν έβρισκε θέση στην πρωτεύουσα –ούτε στις ευρωπαϊκού τύπου διασκεδάσεις της αστικής τάξης ούτε στα στέκια της μαγκιάς ούτε στα μινόρε των συνοικισμών ούτε στης Πλάκας της ανηφοριές.

Οι πρώτοι που έμαθαν τον Έλατο ήταν οι εργάτες των μεταλλείων, που έπαιρναν το τρένο από τον σταθμό Λαυρίου. Όταν επέστρεφαν από το Λαύριο, σταματούσαν για μεζέ και κρασί μετά την κούραση της δουλειάς. Το ίδιο και οι εργάτες που γύριζαν από τον Πειραιά με τον σιδηρόδρομο Αθηνών-Πειραιώς. Ο Έλατος βρισκόταν σε κομβικό σημείο –στην πλατεία Λαυρίου, δυο βήματα από την Ομόνοια, οδός 3ης Σεπτεμβρίου αριθμός 16.
Τον αγάπησαν αμέσως οι επαρχιώτες, που είχαν έρθει στην πρωτεύουσα για να βρουν την τύχη τους. Λίγες ευκαιρίες είχαν ν’ ακούσουν τις αγαπημένες τους μουσικές· κυρίως στα γλέντια, που γίνονταν σε σπίτια με την ευκαιρία κάποιου αρραβώνα ή γάμου ή ονομαστικής γιορτής. Αν δεν υπήρχαν όργανα όλο και κάποιος βρισκόταν να φέρει ένα γραμμόφωνο και πλάκες με κλαρίνα.
Το ραδιοφωνικό πρόγραμμα είχε εκπομπές με δημοτική μουσική, αλλά κρατούσαν μόνον λίγα λεπτά. Εξάλλου το ραδιόφωνο ήταν μια ακριβή συσκευή και χρειάστηκε να περάσουν χρόνια μέχρι να γίνει προσιτή.
Γρήγορα η φήμη του υπόγειου μαγαζιού έφτασε εκεί όπου η ξενιτιά και η απόσταση έκαναν τη νοσταλγία δυνατότερη –στους Έλληνες της διασποράς.

Η ορχήστρα είχε βιολί, σαντούρι, κιθάρα, λαούτο και κλαρίνο. Τα πρώτα χρόνια, που δεν επιτρεπόταν το κλαρίνο, είχε ζουρνά. Μεγάλα ονόματα μουσικών και τραγουδιστών το λάλησαν στον Έλατο.
Το μαγαζί άνοιγε από νωρίς, είχε τιμές ψητοπωλείου και πελατεία που διαρκώς μεγάλωνε. Οι σούβλες ήταν βαριές από τα κοκορέτσια, τα ψητά αρνιά και τα γουρουνόπουλα. Από τις κάνουλες έρεε άφθονο κρασί και μπίρα Φιξ.
Η τσίκνα, τα ψητά, το κρασί, τα τραγούδια, τα γνώριμα μουσικά όργανα, ο παραδοσιακός χορός θύμιζαν χαρούμενες στιγμές από πανηγύρια και γιορτές στις ιδιαίτερες πατρίδες. Ήταν σαν να ερχόταν ένα κομμάτι απ’ το χωριό στην ξενιτιά της πρωτεύουσας και ημέρευε λίγο η αβάσταχτη νοσταλγία. «Κόσμος και κοσμάκης έχει κλάψει στον Έλατο», είπε κάποιος από τους σερβιτόρους.
Στην εποχή του Μεσοπολέμου ο Έλατος διαφημιζόταν σχεδόν κάθε μέρα στις εφημερίδες. Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν αναφέρεται διεύθυνση· μόνον το όνομα του μαγαζιού και ο σταθμός Λαυρίου (κι αυτός όχι πάντα).
Κάποιος που δεν ήξερε, δεν είχε παρά να ρωτήσει:
— Πατριώτ’, κατά πού είν’ ου Έλατους;


Οι διαφημίσεις ήταν κειμενάκια σαν μικρές ειδήσεις, τα οποία παρακολουθούσαν με πολύ χιούμορ τα γεγονότα και το κλίμα των ημερών. Πρώτα απ’ όλα τις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.
Κάθε χειμώνα η γρίπη κρεβάτωνε πολλούς. Γινόταν είδηση και άρθρα στις εφημερίδες, γιατί πολλές φορές έκλειναν τα σχολεία και σημειώνονταν θάνατοι. Ο Έλατος είχε ανακαλύψει το πολυπόθητο φάρμακο κατά της γρίπης και το διαφήμιζε.
Όταν έγινε πολύς ντόρος περί μαγείας, μαγισσών, μαγικών φίλτρων και εύπιστων πελατών, κι ενώ μία αθηναϊκή εφημερίδα άρχισε να δημοσιεύει σε συνέχειες το παραλήρημα ενός Έλληνα αποκρυφιστή, ο Έλατος διαφημίστηκε ανάλογα.
Την εποχή που ο τύπος δημοσίευε συχνά ειδήσεις για ανεξήγητη βροχή λίθων σε μία συγκεκριμένη περιοχή ή για μυστηριώδεις δυνατούς θορύβους και δονήσεις σε κάποια σπίτια, για μετακινήσεις αντικειμένων και άλλα περίεργα φαινόμενα, για τα οποία ζητήθηκε η συμβολή του Άγγελου Τανάγρα, ο Έλατος έβγαλε καινούργια διαφήμιση.
Σε περίοδο έξαρσης των αυτοκτονιών, όταν οι εφημερίδες έφτασαν να έχουν στήλη με τίτλο «Οι αυτοκτονίες της ημέρας» και από κάτω με ψιλά γράμματα έγραφαν για λήψη μεγάλης δόσης κινίνου, ρίψη σε πηγάδια, αυτοπυροβολισμούς, απαγχονισμούς, ξυραφιάσματα και άλλα φοβερά, οι θαμώνες του Έλατου διασκέδαζαν σε πείσμα του χάρου τρώγοντας ψητά αρνιά της αθανασίας.

Έναν βαρύ χειμώνα, που πεινασμένοι λύκοι είχαν κατέβει μέχρι την Μαγκουφάνα –τη σημερινή Πεύκη– και κατασπάραξαν κάμποσα πρόβατα, ο Έλατος κυκλοφόρησε καινούργια διαφήμιση.
Ανάλογες ήταν οι διαφημίσεις στις μεγάλες ονομαστικές γιορτές.

Τον Έλατο άνοιξε το 1918 ο Λουκάς Κοντογιάννης. Αμαξάς της Αθήνας, κατά μία εκδοχή. Κατά μία άλλη τσοπάνος από τη Ρούμελη, που είχε το γαλατάδικό του στο υπόγειο μαγαζί, το οποίο αργότερα μετέτρεψε στο ψητοπωλείο Έλατος.
Στη δεκαετία του ’50 το μαγαζί άλλαξε ιδιοκτήτη. Το ανέλαβε ο Κώστας Κούρτης, που δούλευε εκεί σερβιτόρος, ύστερα έγινε διευθυντής και κατόπιν ιδιοκτήτης. Όλοι είχαν να πουν μόνον καλά λόγια για τον Κούρτη.
Κώστας Κούρτης_ιδιοκτήτης Έλατου 5
Ο Κώστας Κούρτης ήταν άνθρωπος της δουλειάς, γλυκύτατος και πάντα με το χαμόγελο, ακόμα και στις δύσκολες ώρες· ένας πατέρας για όλους.
Εκείνη την εποχή ο Καραϊσμαήλ, λαϊκός ζωγράφος και τακτικός πελάτης, φιλοτέχνησε τις ζωγραφιές που στόλιζαν τον Έλατο.
Στο πάλκο τα όργανα: βιολί, κλαρίνο, τουμπερλέκι, κιθάρα, λαουτοκιθάρα και σαντούρι. Όρθιος αριστερά ο πρώτος ιδιοκτήτης του Έλατου, ο Λουκάς Κοντογιάννης, και δεξιά με την άσπρη ποδιά ο δεύτερος ιδιοκτήτης Κώστας Κούρτης.

Στη φωτογραφία όρθιος αριστερά ο άνθρωπος που έφτιαξε τον Έλατο, ο Λουκάς Κοντογιάννης, και δεξιά με την άσπρη ποδιά ο άνθρωπος που τον συνέχισε, ο Κώστας Κούρτης. Το μαγαζί, ως επιχείρηση, δεν άλλαξε πολλούς ιδιοκτήτες (μετά τον Κώστα Κούρτη, το 1998, πέρασε στα παιδιά του) με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται από τη σταθερότητα των οικογενειακών επιχειρήσεων.
Η μία ταμπέλα στο πάλκο γράφει «Οι παραγγελίες εις τα όργανα πληρώνονται παρά των πελατών». Μέχρι το 1970 οι μουσικοί και οι τραγουδιστές δεν πληρώνονταν από το μαγαζί· αμείβονταν από τη χαρτούρα των πελατών, που ζητούσαν παραγγελιά κάποιο τραγούδι. Το χρήμα συγκεντρωνόταν σ’ ένα κουτί πίσω από την ορχήστρα. Όταν τελείωνε το πρόγραμμα, το περιεχόμενο του κουτιού μοιραζόταν σε ίσα μερίδια, όχι μόνον στους παρόντες, αλλά και στους απόντες λόγω ασθενείας.
Η άλλη ταμπέλα γράφει «Η σειρά του χορού δίδεται από τη διεύθυνση». Η σειρά τηρούταν αυστηρά και οι σερβιτόροι φρόντιζαν να μη δημιουργούνται παρεξηγήσεις και καυγάδες.
Για τρεις κυρίως λόγους ξέσπαγε καβγάς: αν κάποιος με απανωτές παραγγελιές εμπόδιζε τους άλλους να κάνουν τις δικές τους, αν πήγαινε να χορέψει την παραγγελιά κάποιου άλλου ή αν πείραζε συνοδευόμενη γυναίκα. Σπάνια πήγαινε γυναίκα ασυνόδευτη στον Έλατο. Το κλίμα ήταν οικογενειακό κι έτσι παρέμεινε.
Πολλοί οικογενειάρχες πήγαιναν συν γυναιξί και τέκνοις. Η πιτσιρικαρία βάραινε από το φαΐ, αλάλιαζε από τη βαβούρα και αποκοιμόταν στις καρέκλες. Οι ελεύθεροι είχαν την ευκαιρία να κάνουν γνωριμίες και να φλερτάρουν σεμνά. Πάνω στον χορό γεννήθηκαν πολλά ειδύλλια που κατέληξαν σε γάμο. Μέσα σ’ αυτή την οικογενειακή ατμόσφαιρα ήταν φορές που οι παρέες έσμιγαν σε μία και γλεντούσαν όλοι μαζί.
Τα μαντίλια για τον χορό τα έδιναν στους χορευτές οι σερβιτόροι. Ήταν καμωμένα από τα φθαρμένα τραπεζομάντιλα του μαγαζιού.


Ο Έλατος διαφημίστηκε μέσα από ελληνικές ταινίες. «Ο Στρατής παραστράτησε», «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες», «Το προξενιό της Άννας».
Η παραπάνω σκηνή είναι από την ταινία «Ο Στρατής παραστράτησε». Ο Τζίμης, ο Ελληνοαμερικάνος, έχει προτείνει στην παρέα να πάνε όλοι στον Έλατο για να γλεντήσουν. Την άλλη μέρα, ύστερα από το γλέντι, ο Τζίμης (Νίκος Ρίζος) ζητάει το χέρι της Δημητρούλας από τον αδερφό της τον Στρατή (Ντίνος Ηλιόπουλος).
—Αυτή το ξέρει;
— Πώς! Τα ’χουμε πει.
— Πουλάκια μου! Δηλαδή, τα ψήσατε;
— Στον Έλατο. Την ώρα που χορεύαμε με είπε λεβέντη.
Υπήρχαν Έλληνες του εξωτερικού που έπαιρναν τηλέφωνο στον Έλατο, χωρίς να λογαριάσουν το κόστος του υπεραστικού, για ν’ ακούσουν έστω για λίγο το τραγούδι, την ορχήστρα και την ατμόσφαιρα του γλεντιού. Πολλοί ομογενείς, όταν έρχονταν στην Αθήνα, πρώτα πήγαιναν στον Έλατο και ύστερα στα πάτρια εδάφη. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ένα ταξίδι από την επαρχία στην Αθήνα συνδυαζόταν με μια βραδιά στον Έλατο.
Οι δεκαετίες του ’60 και του ’70 ήταν η εποχή της μεγάλης ακμής. Όσοι δεν είχαν κλείσει τραπέζι περίμεναν στην ουρά μέχρι να αδειάσει κάποιο. Και η ουρά ήταν μεγάλη, εκατό ή διακόσια άτομα. Άλλοι πάλι έβαζαν μέσον για να βρουν τραπέζι.
Όταν το μαγνητόφωνο, το κασετόφωνο και το πικάπ έγιναν προσιτά και οι λάτρεις του είδους μπορούσαν πλέον ν’ ακούν τα παραδοσιακά τραγούδια στο σπίτι τους, η πελατεία δεν μειώθηκε. Ο Έλατος ήταν κάτι περισσότερο από κέντρο διασκέδασης. Είχε γίνει στέκι.

Λίγα ήταν τα νησιώτικα που παίζονταν στον Έλατο· κυριαρχούσε το κλαρίνο. Ακούγονταν τραγούδια της Ρούμελης, της Ηπείρου και του Μοριά. Παλιά δημοτικά της τάβλας, τσάμικα, συρτά, καλαματιανά, κλέφτικα.
Οι μουσικοί ήταν οργανοπαίκτες με εμπειρία από πανηγύρια, γάμους και άλλες εκδηλώσεις, είχαν ζήτηση, μεγάλο ρεπερτόριο και ήξεραν τον ιδιαίτερο τρόπο που παίζεται κάθε τραγούδι από τόπο σε τόπο. Τραγουδούσαν και άντρες και γυναίκες. Προέρχονταν όλοι από επαρχία και οι περισσότεροι ήταν από οικογένειες μουσικών. Οργανοπαίκτες και τραγουδιστές ήταν λαϊκοί καλλιτέχνες με μεγάλη αξία. Γι’ αυτό και ανάμεσα στην πελατεία του Έλατου ξεχώριζαν άνθρωποι που αγαπούσαν και μελετούσαν την παραδοσιακή μουσική και καλλιτέχνες που πήγαιναν για ν’ ακούσουν καλή ορχήστρα.
Η Μαρίκα η Τουρκαλίτσα, καλλιτεχνικό όνομα της Μαρίκας Καναροπούλου*, τραγουδούσε στον Έλατο την περίοδο 1939-1940.
Από το πάλκο του Έλατου πέρασαν μεγάλα ονόματα. Ποιο να πρωτοπούμε; Ας αναφέρουμε μερικά ονόματα στην τύχη: Ρόζα Εσκενάζι, Φιλιώ Πυργάκη, Σοφία Κολλητήρη, Βασίλης Σαλέας, Γιώργος Μάγκας, Μάκης Χριστοδουλόπουλος, Απόστολος Κλαπαδώρας, Ηλίας και Βαγγέλης Σούκας, Αλέκος Κιτσάκης, Χαράλαμπος Λαϊνάς, Γιάννης Κούπας, Γιώργος Φλώρος.
Οι τραγουδιστές στο πάλκο ήταν πολλοί, για να υπάρχει ποικιλία για όλα τα γούστα. Τα κλαρίνα ήταν δύο, για να ξεκουράζεται το ένα, όταν έπαιζε το άλλο στη διάρκεια του πολύωρου προγράμματος.

Ήρθε ο καιρός που τα ψητά και τα μεζεκλίκια αντικαταστάθηκαν από ξηρούς καρπούς, η ρετσίνα και η μπίρα από ουίσκι και σόδα και το βιολί από αρμόνιο. Στην ορχήστρα προστέθηκε ντραμς και το ρεπερτόριο εμπλουτίστηκε με σύγχρονα δημοτικά τραγούδια.

Δεν άργησε να έρθει και η εποχή που η Αθήνα άλλαξε και μαζί της ο τρόπος διασκέδασης. Το 2000 βρίσκει την Ομόνοια παρακμασμένη κι επικίνδυνη τη νύχτα. Κανείς δεν σκέφτεται να πάει να διασκεδάσει στην πλατεία Λαυρίου. Ο Έλατος κράτησε μέχρι το 2007. Έβαλε λουκέτο, αφού διέγραψε έναν κύκλο ογδόντα εννέα χρόνων.
Ήταν ένα ανεπανάληπτο, ένα ιστορικό μαγαζί. Ζωντανό μουσείο της δημοτικής μουσικής. Όσοι δούλεψαν εκεί τον θυμούνται με ζωηρή συγκίνηση και μιλάνε με αγάπη για τους ανθρώπους του μαγαζιού, για τον Κούρτη που ήταν χρυσός άνθρωπος, για τους καλλιτέχνες και για κάποιες τραγουδίστριες που τις χαρακτηρίζουν «μάνες».
Στο άκουσμα του ονόματός του ακόμα και σήμερα κάποιοι δακρύζουν.
πηγη Hellas Special συντάκτρια Τέτη Σώλου

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *