%cf%84%cf%83%ce%bf%cf%84%cf%81%ce%b1
Στα παλιά χρόνια οι άνθρωποι οι χωριανοί , όταν έφευγαν πρωί-πρωί για τις δουλειές τους στα πρόβατα , στο λόγγο , στο χωράφι , στον κήπο και αλλού , έβαζαν στον έναν ώμο το ταγάρι με τα λιγοστά φαγώσιμα και στον άλλο κρέμαγαν την τσότρα με το νερό .
Η τσότρα ήταν ξύλινη , φτιαγμένη από χέρια έμπειρου βαρελά . Το σχήμα της ήταν στρογγυλό και στη βάση γινόταν πλατιά , με κοντά «ποδαράκια» , για να «κάθεται» . Ο λαιμός της έκλεινε μ’ ένα ξύλινο πώμα , το οποίο για να μην χάνεται ήταν δεμένο με λουρί δερμάτινο πάνω στην τσότρα .
Γύρω στην τσότρα τύλιγαν , συνήθως χιαστί , ένα δερμάτινο λουρί , το οποίο επέτρεπε να κουβαλάνε την τσότρα κρεμασμένη στον ώμο ή στο χέρι . Δεν έλειπαν από τις τσότρες και τα στολίσματα , είτε ζωγραφιστά είτε με ανάγλυφα σκαλίσματα πάνω στο ξύλο , αφού οι παλαιοί ήτανε μερακλήδες και ήθελαν , ακόμα και τα μικρά και ασήμαντα πράγματα , να είναι μερακλίδικα , όμορφα και στολισμένα . Η τσότρα , δοχείο , διατηρούσε το νερό δροσερό , πράγμα πολύ απαραίτητο για τις σκληρές εργασίες εκείνου του καιρού , ιδιαίτερα τις καλοκαιρινές .
Στην τσότρα , εκτός από νερό έβαζαν και κρασί . Στα διάφορα γλέντια που γίνονταν , ειδικά στους γάμους , ένας από τους συγγενήδες , που σε μερικά μέρη τον έλεγαν «βλάμη» , ήταν επιφορτισμένος (σαν τον οινοχόο των αρχαίων Ελλήνων) με την ευθύνη να ποτίζει κρασί τους καλεσμένους .%cf%84%cf%83%ce%bf%cf%84%cf%81%ce%b12
Τότε οι φτωχοί άνθρωποι δεν είχαν την πολυτέλεια να κάθονται όλοι σε στρωμένα τραπέζια με σερβίτσια , πολυτέλειες , κτλ . Στην αυλή του σπιτιού , κάθονταν οι καλεσμένοι ολόγυρα , μια κοπέλα του σπιτιού ή η νοικοκυρά περνούσε περιοδικά από μπροστά τους και τους φίλευε ένα μεζέ κι από πίσω ο βλάμης (συνήθως μεθυσμένος) γυρνούσε με την τσότρα στο χέρι, έδινε κι έπιναν κρασί οι άντρες .
Καθένας έπιανε την τσότρα , έβαζε τα χείλη του στο στόμιο και ρουφούσε όσο κρασί ήθελε . Βλέπετε τότε δεν σιχαινόταν ο ένας τον άλλον όπως εμείς σήμερα . Τρώγανε από το ίδιο πιάτο (πολλές φορές και με το ίδιο χουλιάρι) πίνανε από το ίδιο αγγειό και ποτέ δεν παθαίνανε τίποτα ! Και ήτανε τα μαγουλά τους κατακόκκινα και αρυτίδωτα και τα μάτια τους πέταγαν φλόγες . Βαγγέλης Μητράκος,.notospress.gr

Από xiromeropress

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *